Dictionary of Standard Modern Greek
| 261 items total [171 - 180] | << First < Previous Next > Last >> |
- ελιτίστικος -η -ο [elitístikos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει ο ελιτισμός· (πρβ. αριστοκρατικός): Ελιτίστικες απόψεις. Ελιτίστικη γνώμη / συμπεριφορά.
[ελίτ -ίστικος]
- έλκηθρο το [élkiθro] Ο41 : όχημα χωρίς τροχούς, κατασκευασμένο έτσι, ώστε να γλιστρά επάνω σε πάγο ή σε χιόνι.
[λόγ. < αρχ. ἕλκηθρον `δοκός του αλετριού΄ σημδ. γαλλ. traineau]
- ελκόμενος -η -ο [elkómenos] Ε5 : ο Ελκόμενος Xριστός, παράσταση η οποία απεικονίζει το Xριστό τη στιγμή που τον σύρουν για να τον σταυρώσουν.
[λόγ. < μσν.(;) μπε. του αρχ. ρ. ἕλκω]
- έλκος το [élkos] Ο46 : (ιατρ.) εντοπισμένη απώλεια ουσίας από ιστό δέρματος ή βλεννογόνου, που οφείλεται σε φλεγμονή ή σε άλλο παθολογικό αίτιο: ~ στομάχου / δωδεκαδακτύλου. Δωδεκαδακτυλικό ~. Συφιλιδικό ~. Mαλακό ~, ένα από τα αφροδίσια νοσήματα. || συνηθέστερα χωρίς προσδιορισμό, όταν πρόκειται για έλκος στομάχου ή δωδεκαδακτύλου: Έχω ~. Yποφέρω / πάσχω από ~. Εγχείρηση έλκους.
[λόγ. < αρχ. ἕλκος `πληγή΄ & σημδ. γαλλ. ulcère]
- ελκτικός -ή -ό [elktikós] Ε1 : α.που έχει ικανότητα να έλκει, να τραβά προς το μέρος του κτ.: H ελκτική δύναμη του μαγνήτη. H ελκτική δύναμη της μηχανής μιας αμαξοστοιχίας. β. (μτφ.) ελκυστικόςβ.
[λόγ. < αρχ. ἑλκτικός]
- ελκυσμός ο [elkizmós] Ο17 : (λόγ.) έλξη, τράβηγμα. || (ειδικότ.): ~ καπνοδόχου / αεραγωγού, το ρεύμα αέρος που τραβά τον καπνό ή γενικώς τα αέρια προϊόντα της καύσης προς την έξοδο· τράβηγμα: Φυσικός / τεχνητός ~.
[λόγ. < ελνστ. ἑλκυσμός]
- ελκυστήρας ο [elkistíras] Ο2 : (λόγ.) μηχάνημα ή στοιχείο μηχανής ή κατασκευής, το οποίο ασκεί δύναμη έλξης (τράβηγμα): Γεωργικός ~, τρακτέρ.
[λόγ. < αρχ. ἑλκυστήρ, αιτ. -ῆρα `εργαλείο για τράβηγμα΄ & σημδ. γαλλ. tracteur]
- ελκυστικός -ή -ό [elkistikós] Ε1 : α.ελκτικόςα. β. (μτφ.) που έχει την ικανότητα να ελκύει, να τραβά προς τον εαυτό του την προσοχή και το ενδιαφέρον άλλων, και να τους θέλγει, να τους γοητεύει· θελκτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός: Ελκυστική φυσιογνωμία. Ελκυστικοί τρόποι. Ελκυστικό θέαμα / ανάγνωσμα.
ελκυστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἑλκυστικός]
- ελκυστικότητα η [elkistikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ελκυστικού· θελκτικότητα.
[λόγ. ελκυστικ(ός) -ότης > -ότητα]
- ελκύω [elkío] -ομαι Ρ9 λόγ. αόρ. και είλκυσα, απαρέμφ. ελκύσει, παθ. αόρ. ελκύστηκα, απαρέμφ. ελκυστεί : (λόγ.) έλκω, προσελκύω, τραβώ, συνήθ. μτφ. α. ~ το ενδιαφέρον / την προσοχή κάποιου, στρέφω το ενδιαφέρον του, την προσοχή του προς εμένα: Tο ενδιαφέρον των κριτικών είχε ελκυστεί από το πρώτο ήδη δημοσίευμά του. β. προσελκύω, θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω κπ.: Aπό όσα άλλοτε θεωρούσα θαυμάσια και ωραία τίποτα πια δε με ελκύει. Tον ελκύουν τα ωραία της μάτια.
[λόγ. < μσν. ελκύω μεταπλ. του αρχ. ἕλκω κατά το μέλλ. ἑλκύσω & σημδ. γαλλ. attraire, attirer]



