Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [791 - 800]
επομένως [epoménos] σύνδ. συμπερ. : εισάγει λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα προηγούμενα· άρα, κατά συνέπεια: Συνεχίζεται η απεργία στα τρένα· ~ το ταξίδι αναβάλλεται.

[λόγ. < αρχ. ἑπομένως `σύμφωνα με΄]

επονείδιστος -η -ο [eponíδistos] Ε5 : (λόγ.) που προκαλεί όνειδος στον άνθρωπο, που τον ντροπιάζει ή τον γελοιοποιεί: Επονείδιστη πράξη / συμπεριφορά. Επονείδιστοι όροι μιας συνθήκης.

[λόγ. < αρχ. ἐπονείδιστος]

επονομάζω [eponomázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : δίνω σε κπ. ένα επιπλέον όνομα, συνήθ. από κάποια αιτία ή από κάποιο ιστορικό γεγονός: Ριχάρδος Γ' ο επονομαζόμενος Λεοντόκαρδος.

[λόγ. < αρχ. ἐπονομάζω]

επονομασία η [eponomasía] Ο25 : (σπάν.) το πρόσθετο, το επιπλέον όνομα, που δίνεται σε κπ. συνήθ. από κάποια αιτία ή ιστορικό γεγονός· (πρβ. επωνυμία).

[λόγ. < ελνστ. ἐπονομασία]

εποποιία η [epopiía] Ο25α : 1.(σπάν.) το έπος ή η επική ποίηση. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ορισμένου συνόλου αξιοθαύμαστων γεγονότων, ιδίως πολεμικών επιχειρήσεων, στη διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν ηρωικές πράξεις· έπος: H ~ του 1821 / της εθνικής αντίστασης / του ΄40.

[λόγ. < γαλλ. épopée (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐποποιία `επική ποίηση΄]

εποπτεία η [epoptía] Ο25 : 1.επίσημη παρακολούθηση, έλεγχος με σκοπό τη διαπίστωση αν κάποιος ενεργεί ή αν κτ. είναι ή λειτουργεί όπως πρέπει: Έχω / ασκώ ~ σε κπ. / σε κτ. Yπό την / με την ~ κάποιου. H αντιπολίτευση ζητά να γίνουν οι εκλογές υπό την ~ διεθνούς επιτροπής. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης θα έχει την ~ των οικονομικών υπουργείων. Tο κράτος ασκεί ~ στους δημόσιους οργανισμούς. 2α. παρακολούθηση και γνώση ενός αντικειμένου: Δε γνωρίζει σε βάθος το θέμα, έχει όμως ~ της σχετικής βιβλιογραφίας. Ευρεία / γενική ~. β. (ψυχ.) η γνώση που προέρχεται από τις αισθήσεις καθώς και η άρτια και καθαρή παράσταση.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐποπτεία `θεώρηση΄ σημδ. γαλλ. inspection· 2: σημδ. γερμ. ῦbersicht]

επόπτευση η [epóptefsi] Ο33 : (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποπτεύω.

[λόγ. εποπτεύ(ω) -σις > -ση (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἐπόπτευσις `μαντεία από τα εντόσθια΄)]

εποπτεύω [epoptévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.παρακολουθώ, ελέγχω επίσημα αν κτ. είναι ή λειτουργεί όπως πρέπει: Iδρύματα και οργανισμοί που δε διοικούνται, απλώς εποπτεύονται από το κράτος. Ο καθηγητής που εφημερεύει εποπτεύει την τήρηση της τάξης κατά την ώρα του διαλείμματος. 2. (σπάν.) παρατηρώ, εξετάζω: Πήρε το τηλεσκόπιο και επόπτευσε τον ορίζοντα.

[λόγ. < αρχ. ἐποπτεύω]

επόπτης ο [epóptis] Ο10 θηλ. επόπτρια [epóptria] Ο27 : αυτός που τον έχουν ορίσει για να εποπτεύει κτ.: Kαθήκοντα του επόπτη. || (ως βαθμός, τίτλος ή αξίωμα): Ο ~ δημοτικής / μέσης εκπαίδευσης. || (στρατ.) αξιωματικός επιφορτισμένος με την ασφάλεια στρατοπέδου ή μεγάλης μονάδας: ~ στατοπέδου / ταξιαρχίας. || (αθλ.) ~ (γραμμών), κυρίως στο ποδόσφαιρο, καθένας από τους δύο βοηθούς του διαιτητή με κύριο έργο να ελέγχει αν η μπάλα βγήκε έξω από τις γραμμές του γηπέδου.

[λόγ. < αρχ. ἐπόπτης `που παρατηρεί από ψηλά, ο μυημένος στον ανώτατο βαθμό των ελευσίνιων μυστηρίων΄ σημδ. γαλλ. inspecteur· λόγ. επόπ(της) -τρια]

εποπτικός -ή -ό [epoptikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εποπτεία. 1. που έχει σχέση με την επίσημη παρακολούθηση, τον έλεγχο: Εποπτικά καθήκοντα. || που ασκεί εποπτεία: Tο εποπτικό συμβούλιο του συνεταιρισμού ελέγχει τις πράξεις του διοικητικού συμβουλίου. 2. που έχει σχέση ή αναφέρεται στη γνώση που προέρχεται από τις αισθήσεις: Tο εποπτικό υλικό που αποθησαυρίζεται στη συνείδηση. Εποπτική διδασκαλία, που απευθύνεται κυρίως στις αισθήσεις. Εποπτικά μέσα διδασκαλίας. εποπτικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2.

[λόγ. < αρχ. ἐποπτικός `που αναφέρεται σε μυημένο στα ελευσίνια μυστήρια΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. εποπτεία]

< Προηγούμενο   1... 78 79 [80] 81 82 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες