Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [81 - 90]
επανασυνδέω [epanasinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω) : κάνω επανασύνδεση, συνδέω εκ νέου.

[λόγ. επανα- συνδέω]

επανασχηματισμός ο [epanasximatizmós] Ο17 : ο εκ νέου σχηματισμός.

[λόγ. επανα- σχηματισμός]

επανατάκτης ο [epanatáktis] Ο10 : όργανο, συνήθ. ελατήριο, που επαναφέρει την κάννη του πυροβόλου στην αρχική της θέση ύστερα από την κάθε βολή και την οπισθοδρόμηση που αυτή προκαλεί.

[λόγ. επανα- τακ- (τάσσω) -της]

επανατοποθέτηση η [epanatopoθétisi] Ο33 : 1.εκ νέου τοποθέτηση ενός αντικειμένου στο χώρο που βρισκόταν προηγουμένως. 2. (μτφ.) αναθεώρηση απόψεων, στάσης, συμπεριφοράς απέναντι σε κτ.: ~ μιας πολιτικής σε νέες βάσεις.

[λόγ. επανα- τοποθέτη(σις) -ση]

επανατοποθετώ [epanatopoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.τοποθετώ ξανά ένα αντικείμενο στο χώρο που βρισκόταν προηγουμένως. 2. (μτφ.) αναθεωρώ μια άποψη, στάση, συμπεριφορά απέναντι σε κπ. ή σε κτ.: H κυβέρνηση οφείλει να επανατοποθετεί στα οικονομικά θέματα.

[λόγ. επανα- τοποθετώ]

επαναφέρω [epanaféro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επανέφερα και επανάφερα, απαρέμφ. επαναφέρει, παθ. αόρ. επαναφέρθηκα, απαρέμφ. επαναφερθεί : α.φέρνω κπ. ή κτ. στην κατάσταση που ήταν προηγουμένως, δημιουργώ ή προκαλώ εκ νέου μια κατάσταση που υπήρχε πιο πριν: ~ την τάξη / την πειθαρχία, την επιβάλλω εκ νέου. ~ κπ. στην τάξη. ~ σε ισχύ μία διάταξη, την κάνω να ισχύει πάλι. Επαναφέρθηκε σε ισχύ η προηγούμενη νομοθεσία. ~ κπ. στη ζωή, τον κάνω να ζωντανέψει. β. τοποθετώ εκ νέου κπ. στη θέση που ήταν προηγουμένως: ~ κπ. σε μια θέση εργασίας. Tον επανέφεραν στην ηγεσία του στρατεύματος. γ. ξαναφέρνω: ~ κτ. στη μνήμη μου, το ξαναθυμάμαι. ~ κτ. στη μνήμη κάποιου, του το θυμίζω. ~ ένα θέμα για συζήτηση, το προτείνω εκ νέου.

[λόγ. < αρχ. ἐπαναφέρω `αποδίδω, συνέρχομαι΄ & σημδ. νεοελλ. ξαναφέρνω]

επαναφορά η [epanaforá] Ο24 : α.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναφέρω: H ~ του μαθήματος των Aρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο. Aγωνίζονται για την ~ της βασιλείας. β. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται σε συνεχόμενες προτάσεις. γ. είδος θερμικής κατεργασίας των βαμμένων μετάλλων.

[λόγ.: α: αρχ. ἐπαναφορά `απόδοση, παραπομπή΄· β: ελνστ. σημ.: `επανάληψη΄ (ρητορ.)· γ: σημδ. γαλλ. revenu]

επαναχάραξη η [epanaxáraksi] Ο33 : εκ νέου χάραξη, συνήθ. μτφ., για τον εκ νέου σχεδιασμό μιας πορείας που πρέπει να ακολουθήσουμε: ~ της εξωτερικής πολιτικής.

[λόγ. επανα- χάραξις (-σις > -ση)]

επανδρώνω [epanδróno] -ομαι Ρ1 : α.ιδίως για μονάδα εργασίας, την εφοδιάζω με τα πρόσωπα που χρειάζονται για τη λειτουργία της· στελεχώνω: Nοσοκομείο επανδρωμένο με όλο το αναγκαίο προσωπικό. β. (μππ.) που έχει μέσα έναν ή περισσότερους ανθρώπους: Επανδρωμένο διαστημόπλοιο. Mη επανδρωμένη πτήση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπανδρ(ῶ) `γεμίζω με ανθρώπους΄ -ώνω σημδ. αγγλ. man]

επάνδρωση η [epánδrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανδρώνω: ~ ενός πλοίου / νοσοκομείου / σχολείου.

[λόγ. επανδρω- (δες επανδρώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες