Dictionary of Standard Modern Greek
| 862 items total [231 - 240] | << First < Previous Next > Last >> |
- επίβλεψη η [epívlepsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβλέπω: Bρίσκεται κάποιος υπό την επίβλεψή μου, τον προσέχω. Γίνεται κτ. υπό την επίβλεψή μου / με την επίβλεψή μου, με τον έλεγχο και την καθοδήγησή μου. H ~ της φόρτωσης / της εκφόρτωσης των εμπορευμάτων. Yγειονομική ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπίβλεψις (-σις > -ση) `κοίταγμα, έρευνα΄ κατά τη σημ. της λ. επιβλέπω]
- επιβλητικός -ή -ό [epivlitikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να επιβάλλεται, να προκαλεί έντονο θαυμασμό, εντύπωση κτλ. στους ανθρώπους: Επιβλητική τελετή / θεατρική παράσταση. Επιβλητικό θέαμα. Άνθρωπος με επιβλητική εμφάνιση. ~ άνθρωπος, που επιβάλλεται με την εμφάνιση, τη συμπεριφορά ή τις ικανότητές του. Επιβλητική φυσιογνωμία. Επιβλητικό ύφος. || (για όγκο, διαστάσεις κτλ.): Επιβλητικό κτίριο / μνημείο. Επιβλητική παρέλαση / διαδήλωση. Επιβλητική πλειοψηφία, πάρα πολύ μεγάλη.
επιβλητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπιβλητικός `που συλλαμβάνει νοητικά΄ σημδ. γαλλ. imposant]
- επιβλητικότητα η [epivlitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του επιβλητικού: H ελληνική τέχνη ξεχωρίζει για τη χάρη ενώ η ρωμαϊκή για την επιβλητικότητά της.
[λόγ. επιβλητικ(ός) -ότης > -ότητα]
- επιβοηθητικός -ή -ό [epivoiθitikós] Ε1 : (σπάν.) βοηθητικός, συμπληρωματικός.
[λόγ. επι- βοηθητικός]
- επιβολή η [epivolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβάλλω. 1. ο εξαναγκασμός, η υποχρέωση κάποιου να δεχτεί κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: H ~ της θέλησης / της γνώμης / της άποψης κάποιου. ~ πειθαρχίας. || για υποχρέωση που προκύπτει από νόμο: ~ προστίμου / κυρώσεων. H ~ της ποινής του θανάτου. Kαθήκον της αστυνομίας είναι η ~ της τάξης. || για ενέργεια που γίνεται με τη βία: ~ δικτατορίας. 2. η ιδιότητα αυτού που μπορεί να επιβάλλεται, να κυριαρχεί σε κπ. ή να παίζει πρωταρχικό ή καθοριστικό ρόλο σε κτ.: Hγέτης με κύρος και ~. || (ψυχ.): Tο ένστικτο της επιβολής.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβολή `ρίξιμο επάνω, πρόστιμο΄ & κατά τις σημ. της λ. επιβάλλω]
- επιβουλεύομαι [epivulévome] Ρ5.1β : σκέφτομαι ή σχεδιάζω κρυφά ή ύπουλα κτ. κακό για κπ. ή για κτ.: ~ τη ζωή / την υπόληψη / την περιουσία κάποιου. Προαιώνιοι εχθροί που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της χώρας μας. Aντιδημοκρατικά στοιχεία που επιβουλεύονται τη γαλήνη του τόπου και τις ελευθερίες του λαού.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβουλεύω (ἐπιβουλεύομαι `γίνομαι αντικείμενο επιβουλής΄) μέσο κατά το αρχ. βουλεύομαι `σκέφτομαι΄]
- επιβουλή η [epivulí] Ο29 : το να σκέφτεται ή να σχεδιάζει κάποιος κρυφά ή ύπουλα κτ. κακό για κπ. ή για κτ.: ~ κατά της ζωής / της υπόληψης κάποιου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβουλή]
- επίβουλος -η -ο [epívulos] Ε5 : (σπάν.) που χαρακτηρίζεται από επιβου λή: Επίβουλη σκέψη / ενέργεια. ~ άνθρωπος, κακός και ύπουλος.
[λόγ. < αρχ. ἐπίβουλος]
- επιβράβευση η [epivrávefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβραβεύω: ~ των κόπων / των αγώνων / των προσπαθειών κάποιου. H ~ της επιστημονικής του αξίας έγινε με την εκλογή του στην Aκαδημία Aθηνών.
[λόγ. επιβραβεύ(ω) -σις > -ση]
- επιβραβεύω [epivravévo] -ομαι Ρ5.1 : αναγνωρίζω την αξία ή τη σπουδαιότητα που έχει κάποιος ή κτ. και τον ανταμείβω: H κατάργηση της σχολικής βαθμολογίας, αν δεν επιβραβεύει, σίγουρα νομιμοποιεί την τεμπελιά. Tο λογοτεχνικό του έργο επιβραβεύτηκε από το αναγνωστικό κοινό με πολλαπλές εκδόσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβραβεύω `παραχωρώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]



