Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
862 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επανειλημμένος -η -ο [epaniliménos] Ε3 μππ. του επαναλαμβάνω (συνήθ. πληθ.) : που έχει γίνει πολλές φορές: Επανειλημμένες προσπάθειες. Επανειλημμένα διαβήματα. Δεν κυρίεψαν το φρούριο παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις.
επανειλημμένα & επανειλημμένως ΕΠIΡΡ: Kάνω / λέω ~ κτ. Tον έχω συναντήσει ~ αλλά τίποτα δε μου είπε. Επανειλημμένως σου ζήτησα να μη με ενοχλείς. [λόγ. < αρχ. ἐπανειλημμένος μππ. του ἐπαναλαμβάνω σημδ. αγγλ.(;) repeated, repeatedly· λόγ. επανειλημμέν(ος) -ως]
- επανεισάγω [epanisáγo] -ομαι Ρ (βλ. εισάγω) : εισάγω ξανά στη χώρα εμπόρευμα που προηγουμένως είχε εξαχθεί από αυτή.
[λόγ. επαν(α)- εισάγω κατά το επανεξάγω]
- επανεισαγωγή η [epanisaγojí] Ο29 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεισάγω. 2. εκ νέου εισαγωγή, προσθήκη: ~ ενός προθήματος.
[λόγ. επαν(α)- εισαγωγή κατά το επανεξαγωγή]
- επανεκδίδω [epanekδíδo] -ομαι Ρ πρτ. επανεξέδιδα, αόρ. επανεξέδωσα, απαρέμφ. επανεκδώσει, παθ. αόρ. επανεκδόθηκα, απαρέμφ. επανεκδοθεί : κάνω επανέκδοση: Επανεκδίδεται ένα μυθιστόρημα / περιοδικό.
[λόγ. επαν(α)- εκδίδω μτφρδ. γαλλ. rééditer]
- επανέκδοση η [epanékδosi] Ο33 : η εκ νέου έκδοση ενός εντύπου: ~ ενός βιβλίου. Δεν πρόκειται για ~ αλλά για απλή ανατύπωση. || (για περιοδικό ή εφημερίδα) επανάληψη της έκδοσής του, η οποία είχε διακοπεί: H εφημερίδα συμπληρώνει εκατό χρόνια με αρκετές όμως διακοπές και επανεκδόσεις.
[λόγ. επαν(α)- έκδο(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. réédition]
- επανεκκίνηση η [epanekínisi] Ο33 : η εκ νέου εκκίνηση ενός υπολογιστή: Ο υπολογιστής κόλλησε και χρειάζεται ~.
[λόγ. επαν(α)- εκκίνη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. restart]
- επανεκλέγω [epanekléγo] -ομαι Ρ αόρ. επανεξέλεξα, απαρέμφ. επανεκλέξει, παθ. αόρ. επανεκλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επανεξελέγη, επανεξελέγησαν, απαρέμφ. επανεκλεγεί, μππ. επανεκλεγμένος : εκλέγω πάλι κπ. σε αξίωμα που κατείχε ως τώρα: Aκυρώθηκε η εκλογή του δημάρχου, ο λαός όμως τον επανεξέλεξε με συντριπτική πλειοψηφία.
[λόγ. επαν(α)- εκλέγω μτφρδ. γαλλ. réélire]
- επανεκλογή η [epaneklojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεκλέγω· η εκ νέου εκλογή: Ο πρόεδρος δήλωσε ότι δε θα επιδιώξει την ~ του.
[λόγ. επαν(α)- εκλογή μτφρδ. γαλλ. réélection]
- επανεκπέμπω [epanekpémbo] -ομαι Ρ (βλ. εκπέμπω) : εκπέμπωα εκ νέου.
[λόγ. επαν(α)- εκπέμπωα μτφρδ. γαλλ. réémettre]
- επανεκπομπή η [epanekpombí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεκπέμπω· η εκ νέου εκπομπή2α.
[λόγ. επαν(α)- εκπομπή2α μτφρδ. γαλλ. réémission]