Dictionary of Standard Modern Greek
| 2,121 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- δαμάζω [δamázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση, έτσι ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου: Ο θηριοδαμαστής δάμασε τα λιοντάρια. Ο Aλέξανδρος κατάφερε να δαμάσει το Bουκεφάλα. || (επέκτ.): H δασκάλα προσπάθησε άδικα να δαμάσει τα μικρά θηρία, τους ατίθασους μαθητές. 2. (μτφ.) α. καταφέρνω να υποτάξω στη θέληση, να συγκρατήσω ή να ελέγξω δυνάμεις που θεωρούνται ανεξέλεγκτες όπως: α1. τα στοιχεία της φύσης: Ο άνθρωπος κατάφερε να δαμάσει τον άνεμο. α2. ένστικτα ή ισχυρά συναισθήματα: ~ τα πάθη / την οργή / το θυμό μου. β. καταφέρνω να κάνω κτ. κτήμα μου, να το θέσω υπό τον έλεγχό μου: Πώς μπορεί κανείς σήμερα να δαμάσει το πλήθος των επιστημονικών γνώσεων;
[λόγ. < αρχ. δαμάζω]
- δαμάλα η [δamála] Ο25 : (λαϊκότρ.) νεαρή αγελάδα πριν ή λίγο μετά την πρώτη της γέννα.
[αρχ. δαμάλ(η) μεταπλ. -α κατά τη λ. αγελάδα]
- δαμάλι το [δamáli] Ο44 : (λαϊκότρ.) νεαρός ταύρος.
[μσν. δαμάλιν < ελνστ. δαμάλιον υποκορ. του αρχ. δάμαλις ή του αρχ. δαμάλη]
- δαμαλίδα η [δamalíδa] Ο26 : (ιατρ.) ο ορός που χρησιμοποιείται για τον εμβολιασμό κατά της ευλογιάς.
[λόγ. δαμαλ(ίς) -ίδα, βράχυνση της λ. δαμαλίτις < αρχ. δάμαλ(ις) `δαμάλα΄ -ίτις > -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. vaccin]
- δαμαλίζω [δamalízo] -ομαι Ρ2.1 : εισάγω στον οργανισμό ορό δαμαλίδας, για να τον εμβολιάσω κατά της ευλογιάς.
[λόγ. δαμαλ(ίτις) (δες στο δαμαλίδα) -ίζω μτφρδ. γαλλ. vacciner]
- δαμαλισμός ο [δamalizmós] Ο17 : (ιατρ.) ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς.
[λόγ. δαμαλισ- (δαμαλίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. vaccination]
- δαμασκηνής -ιά -ί [δamaskinís] Ε8 & δαμασκηνί [δamaskiní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του δαμάσκηνου: Φόρεμα δαμασκηνί. Kουβέρτα δαμασκηνί. || (ως ουσ.) το δαμασκηνί, το δαμασκηνί χρώμα.
[δαμάσκην(ο) -ής· δαμάσκην(ο) -ί 4]
- δαμασκηνιά η [δamaski
á] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου καρπός είναι το δαμάσκηνο: Ήμερη / άγρια ~. [δαμάσκην(ο) -ιά]
- δαμάσκηνο το [δamáskino] Ο41 : σαρκώδης καρπός με ελλειψοειδές σχήμα, χρώμα σκούρο μοβ, λεπτή φλούδα και χυμώδη, εύγευστη σάρκα· ο καρπός της δαμασκηνιάς: Nόστιμα δαμάσκηνα. Ξερά δαμάσκηνα. Δαμάσκηνα κομπόστα.
[μσν. δαμάσκηνον < ελνστ. δαμασκηνόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. Δαμασκηνός (< τοπων. Δαμασκός) υποχωρ. για ένδειξη ουσιαστικοπ. (σύγκρ. στακτής > στάχτη)]
- δαμασκηνός -ή -ό [δamaskinós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που προέρχεται από τη Δαμασκό: Δαμασκηνό σπαθί / ύφασμα.
[λόγ. < ελνστ. Δαμασκηνός (< τοπων. Δαμασκός)]



