Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.121 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δακτυλόγραφος -η -ο [δaktilóγrafos] Ε5 : που τον έχουν δακτυλογραφήσει, δακτυλογραφημένος: Δακτυλόγραφο κείμενο. Δακτυλόγραφη επιστολή. || (ως ουσ.) το δακτυλόγραφο: Έχουν χαθεί τα δακτυλόγραφα των ποιημάτων μου / της εργασίας μου.
[λόγ. δακτυλογραφ(ώ) -ος μτφρδ. γαλλ. dactylographié (δες στο δακτυλογράφος)]
- δακτυλογραφώ [δaktiloγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω ένα κείμενο στη γραφομηχανή ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Δακτυλογραφημένα έγγραφα. Πότε θα μου δακτυλογραφήσεις τα χειρόγραφα;
[λόγ. δακτυλογράφ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. dactylographier (δες στο δακτυλογράφος)]
- δακτυλοδεικτούμενος -η -ο [δaktiloδiktúmenos] & δαχτυλοδεικτούμενος -η -ο [δaxtiloδiktúmenos] Ε5 : που φέρεται ως παράδειγμα προς μίμηση ή αποφυγή.
[λόγ. < μπε. του ελνστ. ρ. δακτυλοδεικτοῦμαι < αρχ. δακτυλοδεικτῶ· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- δάκτυλος 1 ο [δáktilos] Ο19 : 1. (λόγ.) το δάχτυλο. ΦΡ θέτω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, ζητώ χειροπιαστές αποδείξεις για κτ. 2. (μτφ.) μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν σε υποκίνηση και ανατροπή: Ξένος / αμερικάνικος / σοβιετικός κτλ. ~. || (με γεν.): Πίσω από το πραξικόπημα υποπτεύονται δάκτυλο ξένων δυνάμεων. 3. (λόγ.) υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος.
[λόγ.: 1, 3: αρχ. δάκτυλος· 2: σημδ. αγγλ. dactyl (στη νέα σημ.) < λατ. dactylus < αρχ. δάκτυλος]
- δάκτυλος 2 ο : (μετρ.) 1. στη νεοελληνική μετρική, τρισύλλαβη μετρική μονάδα με τονισμένη την πρώτη συλλαβή και άτονες τις δύο επόμενες. || ο δακτυλικός στίχος. 2. στην αρχαία ελληνική μετρική τρισύλλαβη μετρική μονάδα με μακρά την πρώτη συλλαβή και βραχείες τις δύο επόμενες.
[λόγ. < αρχ. δάκτυλος]
- δακτυλοσκόπηση η [δaktiloskópisi] Ο33 : 1. μέθοδος εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός ατόμου με βάση τα δακτυλικά του αποτυπώματα· δακτυλοσκοπία. 2. αντί του δακτυλική εξέταση.
[λόγ.: 1: γαλλ. dactyloscopie < dactyl- < αρχ. δάκτυλ(ος) -ο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση· 2: παρανόηση της σημ. ίσως με βάση τη λ. ορθοσκόπηση]
- δακτυλοσκοπία η [δaktiloskopía] Ο25 : μέθοδος εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός ατόμου με βάση τα δακτυλικά του αποτυπώματα· δακτυλοσκόπηση1.
[λόγ. < γαλλ. dactyloscopie < dactyl- < αρχ. δάκτυλ(ος) -ο- + -scopie = -σκοπία]
- δαλάι λάμα ο [δalái láma] Ο (άκλ.) : ανώτατος θρησκευτικός εκπρόσωπος στη βουδιστική θρησκεία.
[λόγ. < αγγλ. dalai lama (ορθογρ. δαν.) (από τη γλώσσα του Θιβέτ)]
- δαλματικός -ή -ό [δalmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Δαλματία ή στους Δαλματούς ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: Δαλματικές ακτές. Δαλματικά σκυλιά.
[λόγ. < ελνστ. Δαλματικός]
- δαλτονισμός ο [δaltonizmós] Ο17 : ανωμαλία της όρασης κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να διακρίνει τα χρώματα, κυρίως το κόκκινο και το πράσινο· (πρβ. αχρωματοψία).
[λόγ. < γαλλ. daltonisme < ανθρωπων. Dalton (Άγγλος φυσικός) -isme = -ισμός]



