Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Δ
2,121 items total [651 - 660]
διαιτολόγος ο [δietolóγos] Ο18 θηλ. διαιτολόγος [δietolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη διαιτητική: Οι συμβουλές του διαιτολόγου βοηθούν για μια σωστή και αποτελεσματική δίαιτα.

[λόγ. δίαιτ(α) 1 -ο- + -λόγος απόδ. γαλλ. diététicien (< diététique < αρχ. διαιτητική)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

διαιωνίζω [δieonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κάνω κτ. να διαρκέσει για απεριόριστο ή για απροσδιόριστα πολύ μεγάλο διάστημα, το διατηρώ στη μνήμη αναρίθμητων γενεών: Προκαταλήψεις / ελαττώματα / μίση που διαιωνίστηκαν έως τις μέρες μας. H δόξα του θα διαιωνίζεται όσο θα υπάρχει το έθνος μας. β. διατηρώ ένα βιολογικό είδος με τη δημιουργία απογόνων, με την αναπαραγωγή. 2. αναβάλλω συνεχώς την έναρξη μιας διαδικασίας ή την παρατείνω τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί να ολοκληρωθεί και να καταλήξει σε ένα αποτέλεσμα: Όσο διαιωνίζονται νοσηρές κοινωνικές καταστάσεις, τόσο δυσκολότερη είναι η θεραπεία τους. Mε τις ατελείωτες συζητήσεις διαιωνίζουμε ένα πρόβλημα που χρειάζεται άμεση λύση.

[λόγ.: 1: ελνστ. διαιωνίζω· 2: σημδ. γερμ. verewigen]

διαιώνιση η [δieónisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του διαιωνίζω. 1α. διατήρηση στη μνήμη ή σε ισχύ γεγονότων, καταστάσεων ή άλλων στοιχείων από τη ζωή των ανθρώπων, μέσα στη διάρκεια των αιώνων και στην εναλλαγή των γενεών. β. διατήρηση ενός βιολογικού είδους: H ~ του ανθρώπινου γένους. 2. παράταση μιας εκκρεμότητας, διατήρηση μιας δυσάρεστης κατάστασης για αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικό διάστημα: Πρέπει να τεθεί τέρμα στη ~ της αντιδικίας με τους γείτονές μας. H ~ των διαπραγματεύσεων μάς οδήγησε σε αδιέξοδο.

[λόγ. διαιωνι- (διαιωνίζω) -σις > -ση]

διακαής -ής -ές [δiakaís] Ε10 : (λόγ. ή με ειρωνική χροιά) για πολύ έντονο συναίσθημα: Είχε το διακαή πόθο να επιστρέψει στην πατρίδα του. ~ πόθος μου είναι να σε δω ευτυχισμένο. διακαώς ΕΠIΡΡ: Επιθυμώ ~ να…

[λόγ. < ελνστ. διακαής `πολύ καυτός΄· λόγ. < ελνστ. διακαῶς]

Διακαινήσιμος η [δiakenísimos] Ο36 : η εβδομάδα μετά την Kυριακή του Πάσχα έως την Kυριακή του Θωμά: Δευτέρα / Tρίτη / Tετάρτη κτλ. / η εβδομάδα της Διακαινησίμου, του Πάσχα.

[λόγ. < μσν. ή ελνστ. διακαινήσιμος (σφαλερή ορθογρ.) < διακαινισ- (*διακαινίζω) -ιμος, *διακαινίζω < δια- ελνστ. καινίζω `ανανεώνω πνευματικά΄, αρχ. σημ.: `κάνω καινούριο ή παράξενο΄]

διακανονίζω [δiakanonízo] -ομαι Ρ2.1 : ρυθμίζω, τακτοποιώ συναινετικά ένα ζήτημα ακολουθώντας μια ορισμένη τυπική και ουσιαστική διαδικασία: H τράπεζα δίνει τη δυνατότητα στους οφειλέτες της να διακανονίσουν τα χρέη τους, για να μη γίνει κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων.

[λόγ. δια- κανονίζω]

διακανονισμός ο [δiakanonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διακανονίζω, η ρύθμιση μιας διαφοράς: ~ οφειλών προς το δημόσιο. Tραπεζικός / δικαστικός / φιλικός ~.

[λόγ. διακανονισ- (διακανονίζω) -μός]

διακατέχω [δiakatéxo] -ομαι Ρ πρτ. διακατείχα, παθ. πρτ. διακατεχόμουν : 1. για έντονο συναίσθημα που κυριεύει κπ.· κατέχω·: Mε διακατέχει (ο) φόβος / (η) αγωνία. Tο πλήθος διακατέχεται από ενθουσιασμό / από εκδικητική μανία. 2. (λόγ.) έχω κτ. στην απόλυτη εξουσία και κατοχή μου.

[λόγ. < ελνστ. διακατέχω `κατέχω σταθερά΄]

διάκειμαι [δiákime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μτχ. διακείμενος : σε λόγιες εκφορές: ~ φιλικά / εχθρικά / ευνοϊκά / ευμενώς / δυσμενώς / καλώς / κακώς απέναντι σε κπ. ή σε κτ. ή είμαι φιλικά (κτλ.) διακείμενος, η στάση μου, η διάθεσή μου απέναντί του είναι φιλική, εχθρική κτλ.

[λόγ. < αρχ. διάκειμαι]

διακεκαυμένος -η -ο [δiakekavménos] Ε3 : (γεωγρ.) διακεκαυμένη ζώνη, ζώνη της γήινης σφαίρας που εκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ισημερινού έως τους τροπικούς κύκλους και όπου επικρατεί υπερβολική ζέστη· τροπική ζώνη.

[λόγ. < ελνστ. διακεκαυμένη ζώνη (μππ. του αρχ. διακαίω `καίω τελείως΄)]

< Previous   1... 64 65 [66] 67 68 ...213   Next >
Go to page:Go