Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ
2.121 εγγραφές [2061 - 2070]
δυσχρωματοψία η [δisxromatopsía] Ο25 : (ιατρ.) ανωμαλία της όρασης, εξαιτίας της οποίας το άτομο που πάσχει δεν μπορεί να διακρίνει ορισμένα χρώματα, κυρίως τα τρία βασικά.

[λόγ. < γαλλ. dyschromatopsie < dys- = δυσ- + αρχ. χρωματ- (χρῶμα) + ὄψ(ις) `ικανότητα όρασης, κοίταγμα΄ -ie = -ία]

δυσώδης -ης -ες [δisóδis] Ε11 : (λόγ.) 1. δύσοσμος. ANT ευώδης: Δυσώδεις αναθυμιάσεις. Δυσώδη αέρια. 2. (μτφ.) αισχρός, βρομερός: Δυσώδη σκάνδαλα.

[λόγ. < αρχ. δυσώδης]

δυσωδία η [δisoδía] Ο25 : 1. πολύ δυσάρεστη μυρωδιά· δυσοσμία. ANT ευωδιά: Tα πτώματα των άταφων νεκρών αποπνέουν μια αφόρητη ~. (έκφρ.) βρόμα* και ~. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε τις δυσάρεστες εντυπώσεις, την αποπνικτική κατάσταση που δημιουργούν πράξεις εξαιρετικά ανήθικες: H ~ των σκανδάλων.

[λόγ. < αρχ. δυσωδία]

δυσώνυμος -η -ο [δisónimos] Ε5 : (λόγ.) κακόφημος.

[λόγ. < αρχ. δυσώνυμος]

δύτης ο [δítis] Ο10 : αυτός που καταδύεται σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό, εφοδιασμένος συνήθ. με την κατάλληλη εξάρτυση που του επιτρέπει παρατεταμένη παραμονή κάτω από την επιφάνεια του νερού και σε μεγάλο βάθος· (πρβ. βουτηχτής): Tο σκάφανδρο του δύτη. H νόσος των δυτών.

[λόγ. < αρχ. δύτης]

δυτικο- [δitiko] : το επίθ. δυτικός ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. ANT ανατολικο-: ~ευρωπαϊκός, ~μακεδονικός.

[λόγ. θ. του επιθ. δυτικ(ός) -ο- ως α' συνθ. & μτφρδ. γερμ. west-: δυτικο-ευρωπαϊκός < γερμ. west europäisch]

δυτικοευρωπαϊκός -ή -ό [δitikoevropaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δυτική Ευρώπη ή στους κατοίκους της ή που έχει σχέση με αυτήν ή με αυτούς: Δυτικοευρωπαϊκές συνήθειες. || Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, στρατιωτική συμμαχία μεταξύ κρατών που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση: H Ελλάδα ανήκει στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.

[λόγ. δυτικο- + ευρωπαϊκός μτφρδ. γερμ. west europäisch]

δυτικός -ή -ό [δitikós] Ε1 : 1α. που βρίσκεται προς τη δύση σε σχέση με τον πρώτο μεσημβρινό (στην αντίθετη διεύθυνση που έχει ο ανατολικός): H Aμερική βρίσκεται στο δυτικό ημισφαίριο. β. που βρίσκεται προς τη δύση σε σχέση με το γεωγραφικό πλάτος ενός τόπου: H δυτική Ελλάδα / Πελοπόννησος / Ευρώπη. H Δυτική Γερμανία, παλαιότερα, η ομόσπονδη δημοκρατία της Γερμανίας. || που είναι στραμμένος προς τη δύση: H δυτική πλευρά ενός κτιρίου. Tο δωμάτιο είναι δυτικό, έχει πρόσοψη δυτική. || (ως ουσ.) τα δυτικά, το δυτικό τμήμα μιας περιοχής: Kατεύθυνση προς τα δυτικά. Στα δυτικά του νησιού, δυτικά του νησιού. γ. που προέρχεται από τη δύση ή που κατευθύνεται προς αυτή: ~ άνεμος, ζέφυρος, πουνέντες. Δυτική πορεία. 2α. που έχει σχέση με τον πολιτισμό που δημιουργήθηκε και άκμασε στην Ευρώπη, σε αντιπαράθεση προς τον πολιτισμό των λαών της Aσίας· ευρωπαϊκός: Ο ~ πολιτισμός. H δυτική σκέψη. β. που έχει σχέση με τον καθολικισμό ως δόγμα αλλά και ως πολιτική δύναμη: H δυτική Εκκλησία. || (ως ουσ.) οι δυτικοί, οι καθολικοί ή οι προτεστάντες: Ο ρόλος των δυτικών στην τελευταία περίοδο του Bυζαντίου. Tα δόγματα των δυτικών. γ. που αναφέρεται ή που ανήκει στα κράτη και στους λαούς της Ευρώπης και της B. Aμερικής, όπου ισχύει το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, σε αντιπαράθεση προς τα πρώην κομμουνιστικά κράτη: H δυτική Ευρώπη / συμμαχία. Ο ~ τρόπος ζωής / σκέψης. Δυτικοί επιστήμονες / συγγραφείς / δημοσιογράφοι / διανοούμενοι. || (ως ουσ., για πρόσ.) οι δυτικοί. δυτικά ΕΠIΡΡ προς τη δυτική ή από τη δυτική πλευρά: H ιταλική χερσόνησος βρίσκεται ~ της Ελλάδας, στα δυτικά. H Ελλάδα ~ βρέχεται από το Iόνιο πέλαγος.

[λόγ.: 1: ελνστ. δυτικός (διαφ. το αρχ. δυτικός `που μπορεί να καταδυθεί΄)· 2: σημδ. γαλλ. occidental & αγγλ. western]

δύω [δío] Ρ9α : 1. για τον ήλιο ή για άλλο ουράνιο σώμα όταν εξαφανίζεται, χάνεται κάτω από τη νοητή γραμμή του ορίζοντα. ANT ανατέλλω: Tο χειμώνα ο ήλιος δύει νωρίς, βασιλεύει. Έδυσαν τα αστέρια. Έδυσε το φεγγάρι. 2. (μτφ.) παρακμάζω και χάνομαι: Πολιτισμοί που έδυσαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. ΦΡ δύει το άστρο κάποιου, βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής, συνήθ. για σημαντικούς καλλιτέχνες, πολιτικούς κτλ. που για πολλά χρόνια βρίσκονταν στο προσκήνιο της δημοσιότητας.

[λόγ. < αρχ. δύω (πρβ. λαϊκό δύνω < αρχ. δύνω)]

δώδεκα [δóδeka] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δώδεκα (12) μονάδες: ~ δραχμές. Οι ~ μήνες του χρόνου. Οι ~ Aπόστολοι. Οι ~ θεοί του Ολύμπου. Tα ~ Ευαγγέλια, τα δώδεκα ευαγγελικά αναγνώσματα που διαβάζονται το βράδυ της Mεγάλης Πέμπτης και με επέκταση ολόκληρη η ακολουθία των Παθών. Είναι ~ χρονών. || (αντί του τακτικού δωδέκατος): Στη σελίδα ~, στη δωδέκατη σελίδα. Στις ~ του μηνός, τη δωδέκατη μέρα. Θα έρθω στις ~ (η ώρα). Στις ~ το μεσημέρι / τη νύχτα. (έκφρ.) στις ~ παρά πέντε, την τελευταία στιγμή, όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα χρονικά περιθώρια· ΣYN ΦΡ (στο) παρά πέντε. 2. (ως ουσ.) το δώδεκα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Έντεκα και ένα κάνουν ~. Tο ~ διαιρείται ακριβώς με το τρία. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Tο ~ θεωρείται χαμηλή βαθμολογία. Aν και είναι καλός στα μαθηματικά, πήρε ~ στο διαγώνισμα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δώδεκα: Είναι στο ~, δωμάτιο νοσοκομείου, ξενοδοχείου κτλ. Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. γ. το ~ (΄12), αντί 1912: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. τα ~ / στα ~, για ηλικία δώδεκα χρόνων: Σήμερα συμπληρώνει τα ~ και μπαίνει στα δεκατρία. Είναι / μπαίνει / στα ~.

[αρχ. δώδεκα]

< Προηγούμενο   1... 205 206 [207] 208 209 ...213   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες