Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Γ
1,260 items total [1201 - 1210]
γυναικολόγος ο [jinekolóγos] Ο18 θηλ. γυναικολόγος [jinekolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη γυναικολογία.

[λόγ. < γαλλ. gynécologue < gynéco(logie) = γυναικο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

γυναικομαστία η [jinekomastía] Ο25 : ανδρική πάθηση που χαρακτηρίζεται από διόγκωση των μαστών και οφείλεται συνήθ. σε ορμονική διαταραχή.

[λόγ. < νλατ. gynecomast(ia) < gyneco- = γυναικο- + μαστ(ός) -ia = -ία (πρβ. ελνστ. γυναικόμασθος `αυτός που έχει στήθη σαν γυναίκας΄)]

γυναικόπαιδα τα [jinekópeδa] Ο41 : α. γυναίκες και παιδιά. β. οι γυναίκες και τα παιδιά ως άμαχοι, σε κατάσταση πολέμου ή έκτακτης ανάγκης.

[μσν. γυναικόπαιδα < γυναίκ(ες) -ο- + παιδ(ιά) -α, πληθ. του -ο]

γυναικοπαρέα η [jinekoparéa] Ο25α : παρέα, συντροφιά που αποτελείται μόνο από γυναίκες.

[γυναικο- + παρέα]

γυναικοφέρνω [jinekoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. γυναικόφερνα : κυρίως για άντρα, συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα, έχω γυναικείους τρόπους και φερσίματα, μιμούμαι τις γυναίκες στην εμφάνιση, στη στάση, στο βάδισμα, στη φωνή· γυναικίζω.

[γυναικο- + -φέρνω 1]

γυναικωνίτης ο [jinekonítis] Ο10 : 1. το υπερώο των χριστιανικών ναών, χώρος προορισμένος αποκλειστικά για τις γυναίκες. 2. σε παλαιότερες κοινωνίες, χωριστό διαμέρισμα για τη διαμονή των γυναικών. || (ειρ.) τόπος όπου είναι συγκεντρωμένες μόνο γυναίκες.

[μσν. γυναικωνίτης < ελνστ. γυναικωνῖτις ἡ `μέρος του ναού΄ (μεταπλ. σε αρσ. κατά τη λ. χώρος με βάση την ελνστ. αιτ. γυναικωνῖτιν), αρχ. σημ.: `γυναικεία διαμερίσματα του σπιτιού΄]

γυναικωτός ο [jinekotós] Ο17 : μειωτικός χαρακτηρισμός για άντρα με θηλυπρεπή εμφάνιση και συμπεριφορά.

[λόγ. < μσν. γυναικωτός < γυναί κ(α) -ωτός]

γύναιο το [jíneo] Ο41 : (λόγ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα κακής διαγωγής και κακού χαρακτήρα· παλιογυναίκα.

[λόγ. < αρχ. γύναιον `αδύναμη γυναίκα (υποτιμητικά)΄]

γυνή η [jiní] Ο : (λόγ.) γυναίκα, στη ΦΡ πυρ, ~ και θάλασσα*, και στις εκφράσεις ~ της απωλείας, ανήθικη γυναίκα. συν* γυναιξί και τέκνοις. (εκκλ.) η ~ ίνα φοβήται τον άνδρα, να δείχνει σεβασμό προς το σύζυγο.

[λόγ. < αρχ. γυνή]

γυνο- [jino] & γυν- [jin], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (κυρ. ιατρ.) α' συνθετικό με αναφορά στο γυναικείο σώμα ή στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας· (πρβ. γυναικο-4): γυνανδρία, γυνανδρομορφία· γυνατρησία, γυνορμόνη. || (βιολ.) ~γένεση, τρόπος παρθενογενετικής ανάπτυξης.

[λόγ. < αρχ. γυν(ο)- θ. του ουσ. γυν(ή) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. γύν-ανδρος `θηλυπρεπής΄ & διεθ. gynο- < αρχ. γυνο-: γυνο-γονίδιο < νλατ. gynogonidium]

< Previous   1... 119 120 [121] 122 123 ...126   Next >
Go to page:Go