Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Γ
1,260 items total [121 - 130]
γαλλικός -ή -ό [γalikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στη Γαλλία, που έχει σχέση με τη Γαλλία ή με τους Γάλλους: Γαλλική επανάσταση, η επανάσταση του 1789. Γαλλική μόδα / φινέτσα. Γαλλικά κρασιά / αρώματα. Γαλλικά κεραμίδια, πτυχωτά κεραμίδια με αυλάκια και νευρώσεις, στερεωμένα χωρίς κονίαμα πάνω στα καδρόνια της στέγης. Γαλλικά παράθυρα, ξύλινα παράθυρα με τετράφυλλα παντζούρια με περσίδες, που διπλώνουν και ανοίγουν προς τα έξω. Γαλλικό κλειδί, κλειδί με ρυθμιζόμενο άνοιγμα. Γαλλικό πέταλο, πέταλο αλόγου σε σχήμα μισού στεφανιού. || (ως ουσ.) τα γαλλικά, η γαλλική, η γαλλική γλώσσα: Mιλάει καλά τα γαλλικά. γαλλικά ΕΠIΡΡ στη γαλλική γλώσσα: Tο βιβλίο είναι γραμμένο ~.

[λόγ. < ελνστ. εθν. Γαλλικός `γαλατικός΄]

γαλλισμός ο [γalizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της γαλλικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει γαλλικό συντακτικό.

[λόγ. Γάλλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. gallicisme]

γαλλιστί [γalistí] επίρρ. : (λόγ.) σε γαλλική γλώσσα, στα γαλλικά.

[λόγ. Γάλλ(ος) -ιστί]

γαλλο- [γalo] & γαλλό- [γaló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους κατοίκους της Γαλλίας, στους Γάλλους: γαλλόφωνος, γαλλόφιλος. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~γερμανικός πόλεμος, πόλεμος μεταξύ Γάλλων και Γερμανών.

[λόγ. θ. του ουσ. Γάλλ(ος) -ο-]

γαλλομάθεια η [γalomáθia] Ο27 : καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας.

[λόγ. γαλλομαθ(ής) -εια]

γαλλομαθής -ής -ές [γalomaθís] Ε10 : που ξέρει γαλλικά, που είναι γνώστης της γαλλικής γλώσσας. || (ως ουσ.): Zητείται ~ για ιδιαίτερα μαθήματα.

[λόγ. γαλλο- + -μαθής]

γαλλόφιλος -η -ο [γalófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Γάλλους ή που υποστηρίζει τα συμφέροντά τους.

[λόγ. γαλλο- + -φιλος]

γαλλόφωνος -η -ο [γalófonos] Ε5 : του οποίου μητρική ή κύρια γλώσσα είναι τα γαλλικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους χωρών εκτός Γαλλίας, ανεξάρτητα από το αν έχει γαλλική ή όχι καταγωγή: Γαλλόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από γαλλόφωνους: Γαλλόφωνες περιοχές. || (ως ουσ.) ο γαλλόφωνος: Οι γαλλόφωνοι του Kαναδά.

[λόγ. γαλλο- + -φωνος]

γαλονάς ο [γalonás] Ο1 : ειρωνικά για αξιωματικό.

[γαλόν(ι) 2 -άς]

γαλόνι 1 το [γalóni] Ο44 : μέτρο χωρητικότητας, κυρίως για υγρά καύσιμα, που ισοδυναμεί περίπου με 4,543 κιλά: Ένα ~ βενζίνη.

[ιταλ. gallon(e) -ι < γαλλ. gallon < αγγλ. gallon]

< Previous   1... 11 12 [13] 14 15 ...126   Next >
Go to page:Go