Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γ*
1.260 εγγραφές [221 - 230]
γαστρορραγία η [γastrorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία του στομάχου που οφείλεται σε ρήξη αγγείου.

[λόγ. < γαλλ. gastrorragie < gastro- = γαστρο- + -rragie = -ρραγία]

γαστροσκόπηση η [γastroskópisi] Ο33 : (ιατρ.) εξέταση της εσωτερικής επιφάνειας του στομάχου με γαστροσκόπιο.

[λόγ. < γαλλ. gastroscopie < gastro- = γαστρο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]

γαστροσκόπιο το [γastroskópio] Ο40 : (ιατρ.) ειδικό όργανο με το οποίο γίνεται η γαστροσκόπηση.

[λόγ. < γαλλ. gastroscope < gastro- = γαστρο- + -scope = -σκόπιον]

γάτα η [γáta] Ο25α αρσ. γάτος 1 [γátos] Ο18 : 1. κοινή ονομασία και για τα δύο γένη μικρόσωμου σαρκοφάγου τετράποδου της οικογένειας των αιλουροειδών, που είναι συνήθ. εξημερωμένο: ~ Aγκύρας / Σιάμ. Σιαμέζικη ~. Όλη τη νύχτα οι γάτες νιαούριζαν στα κεραμίδια. Οι γάτες είναι εφτάψυχες. Xαδιάρα / ζηλιάρα σαν ~. Bλέπει στο σκοτάδι σαν ~. Ο παπουτσωμένος γάτος, γνωστό παραμύθι του Περό και ως ΦΡ για κπ. που φορά πολύ άκομψα και χοντρά παπούτσια. (έκφρ.) όσο πατάει* η ~. ΦΡ ούτε ~ ούτε ζημιά, για απόκρυψη ζημιάς ή παραπτώματος ή για ζημιά ή παράπτωμα που μένει χωρίς συνέπειες. σαν βρεγμένη* ~. το ξέρει κι η ~ (μου), το ξέρει όλος ο κόσμος, είναι πασίγνωστο. ούτε θηλυκιά* ~. θα βάλω τη ~ μου να κλαίει, για δήλωση πλήρους αδιαφορίας. έσκισε τη ~, για κπ. που επιβλήθηκε, που πήρε τον αέρα των άλλων με δυναμικό τρόπο. σαν το σκύλο με τη ~ ή σαν τη ~ με το ποντίκι, για συνεχείς προστριβές μεταξύ δύο προσώπων. είναι εφτάψυχος σαν ~, έχει ανθεκτικό οργανισμό. τα κουκουλώνει / τα σκεπάζει σαν τη ~, εξαφανίζει ενδείξεις ή πειστήρια ενοχής. ΠAΡ Όταν λείπει η ~, χορεύουν τα ποντίκια, σε περίπτωση που χαλαρώνει η πειθαρχία από την απουσία των ανωτέρων. 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ έξυπνος: Σε τέτοια θέματα ο αδερφός σου είναι ~. γατούλα η YΠΟKΟΡ και για χαδιάρα γυναίκα. γατίτσα η YΠΟKΟΡ. γάταρος ο MΕΓΕΘ.

[μσν. γάτα, γάτος < ελνστ. κάττα, κάττος (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ] ) < υστλατ. catta, catt(us) (αιγυπτ. προέλ.) -ος· γάτ(α) -ούλα· γάτ(α) -ίτσα· γάτ(ος) -αρος]

γατί το [γatí] Ο43 : 1. μικρή γάτα. 2. το μικρό της γάτας. 3. γάτα. γατάκι το YΠΟKΟΡ. γατούλι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. γατί, υποκορ. της λ. γάτ(α) -ί(ον)· γατ(ί) -ούλι]

γατίλα η [γatíla] Ο25α : η μυρωδιά της γάτας, κυρίως η δυσοσμία από τα περιττώματά της.

[γάτ(α) -ίλα]

γατίσιος -α -ο [γatísxos] Ε4 : που ανήκει, σχετίζεται ή μοιάζει με τη γάτα: Γατίσια μάτια. Γατίσια πονηριά.

[γάτ(α) -ίσιος]

γατο- [γato] & γατό- [γató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ουσιαστικά δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό προέρχεται από τη γάτα: γατόμαλλο. ~κέφαλο. 2. στην κοινή ονομασία ζώων, ψαριών ή φυτών: γατόπαρδος, γατόψαρο, γατόχορτο.

[θ. του ουσ. γάτ(α) -ο-]

γατόπαρδος ο [γatóparδos] Ο20 : είδος σαρκοβόρου θηλαστικού.

[λόγ. < ιταλ. gattopardo ( [-topá-] ) (δες στο λεοπάρδαλη) με μετακ. του τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]

γάτος 2 ο [γátos] Ο18 : είδος σκυλόψαρου.

[< γάτος 1]

< Προηγούμενο   1... 21 22 [23] 24 25 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες