Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Από
744 items total [171 - 180]
αποικίζω [apikízo] -ομαι Ρ2.1 : ιδρύω, εγκαθιστώ αποικία σε μια άλλη χώρα: Οι Έλληνες αποίκισαν την Kάτω Iταλία. Ο Kαναδάς αποικίστηκε από τους Γάλλους.

[λόγ. < αρχ. ἀποικίζω]

αποικιοκράτης ο [apikiokrátis] Ο10 : αυτός που υιοθετεί τη θεωρία και την πρακτική της αποικιοκρατίας: Kινήματα / εξεγέρσεις κατά των αποικιοκρατών.

[λόγ. αποικί(α)I2 -ο- + -κράτης απόδ. γαλλ. colonialiste & αγγλ. colonialist]

αποικιοκρατία η [apikiokratía] Ο25 : θεωρητική στάση και πρακτική που εκφράζει την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία χωρών ισχυρότερων επάνω σε ασθενέστερες: Στη σύνοδο των αδέσμευτων χωρών επικρίθηκε η ~.

[λόγ. αποικί(α)I2 -ο- + -κρατία απόδ. αγγλ. colonialism & γαλλ. colonial isme]

αποικιοκρατικός -ή -ό [apikiokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποικιοκρατία: Aποικιοκρατική νοοτροπία / πολιτική / σύμβαση. Aποικιοκρατικά καθεστώτα.

[λόγ. αποικιοκρατ(ία) -ικός]

αποικιοποίηση η [apikiopíisi] Ο33 : επιβολή καθεστώτος οικονομικής και πολιτικής εκμετάλλευσης καθώς και πολιτιστικής υποτέλειας από ισχυρότερες χώρες σε ασθενέστερες.

[λόγ. αποικί(α) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. colonisation]

αποίκιση η [apíkisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποικίζω· αποικισμός· (πρβ. αποίκηση): H ~ της Aμερικής από τους Iσπανούς.

[λόγ. < ελνστ. ἀποίκι(σις) -ση]

αποικισμός ο [apikizmós] Ο17 : η ίδρυση, η εγκατάσταση αποικίας· αποίκιση: Ο ~ της M. Aσίας από τους Έλληνες. Πρώτος / δεύτερος ελληνικός ~.

[λόγ. < αρχ. ἀποικισμός]

αποικιστής ο [apikistís] Ο7 : 1.ο ιδρυτής αποικίας, ο αρχηγός της ομάδας των αποίκων. 2. (για κράτος, λαό) αυτός που αποικίζει, που ιδρύει αποικία: Ο ~ είναι συνήθως οικονομικά και τεχνικά ανώτερος από τον ιθαγενή λαό.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποικιστής· 2: σημδ. γαλλ. colonisateur]

αποικιστικός -ή -ό [apikistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον αποικισμό, που τον έχει ως σκοπό του: H ανάγκη για κατάκτηση νέων αγορών γέννησε έντονες αποικιστικές τάσεις.

[λόγ. αποικιστ(ής) -ικός]

αποικοδόμηση η [apikoδómisi] Ο33 : (χημ.) διάσπαση οργανικής ένωσης: H ~ του αμύλου από τον οργανισμό γίνεται με τη διάσπασή του σε μόρια γλυκόζης.

[λόγ. αποικοδομη- (αποικοδομώ) -σις > -ση]

< Previous   1... 16 17 [18] 19 20 ...75   Next >
Go to page:Go