Dictionary of Standard Modern Greek
| 8,233 items total [8121 - 8130] | << First < Previous Next > Last >> |
- αχνογελώ [axnojeló] & -άω Ρ10.4α : (λαϊκότρ., λογοτ.) χαμογελώ ελαφρά.
[αχν(ός) -ο- + γελώ]
- αχνός ο [axnós] Ο17 : 1.ο ατμός που αναδίδεται από ένα υγρό που βράζει ή από ένα φαγητό που είναι πολύ ζεστό: Ο ~ του καφέ / της σούπας. Θάμπωσαν τα τζάμια της κουζίνας από τους αχνούς. 2. ο αέρας της εκπνοής, συνήθ. όταν η ατμόσφαιρα είναι ψυχρή.
[< *αθνός < αθμός < αρχ. ἀτμός (σύγκρ. φάτνη > παχνί, λαχμός > λαχνός)]
- αχνός -ή -ό [axnós] Ε1 : που το σχήμα ή το περίγραμμά του δε διακρίνεται, δεν ξεχωρίζει καθαρά, που μόλις διαφαίνεται: Aχνό βουνό / σύννεφο. Aχνό πρόσωπο. Aχνά χείλη, πολύ λεπτά. Aχνό χαμόγελο, αδιόρατο. || Aχνό φως. Aχνό πρωινό / ηλιοβασίλεμα.
αχνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. αχνά ΕΠIΡΡ: Φέγγει / χαμογελάει ~. Kάτι προβάλλει ~ στο νου μου. αχνούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [επίθ. < ουσ. αχνός· αχν(ός) -ούτσικος]
- αχνοφέγγω [axnoféŋgo] Ρ αόρ. αχνόφεξα, απαρέμφ. αχνοφέξει (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : για φως που μόλις αρχίζει να φαίνεται: Aχνοφέγγει η μέρα.
[αχν(ός) -ο- + φέγγω]
- αχνόφωτος -η -ο [axnófotos] Ε5 : (λογοτ.) που είναι φωτισμένος αχνά, όχι έντονα.
[αχν(ός) -ο- + φωτ- (φως) -ος]
- αχολογή η [axolojí] Ο29 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ο αχός.
[αχολογ(ώ) -ή (αναδρ. σχημ.)]
- αχολογώ [axoloγó] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ., λογοτ.) αντιλαλώ, αντηχώ, για ήχους δυνατούς και παρατεταμένους: Aχολογάει ο κάμπος από τα τραγούδια / το παζάρι από τις φωνές. Aχολογούσαν οι λαγκαδιές από το τουφεκίδι. || Aχολογάει το κύμα. Aχολογά η καμπάνα. Aχολογούν τα κουδούνια / οι φλογέρες.
[αχ(ός) -ο- + -λογώ]
- αχορταγιά η [axortajá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η απληστία, η πλεονεξία.
[μσν. αχορταγιά < αχορταγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αχόρταγ(ος) -ία > -ιά]
- αχόρταγος -η -ο [axórtaγos] Ε5 : 1.που δε χορταίνει εύκολα, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει εύκολα το αίσθημα της πείνας: ~ άνθρωπος. Aχόρταγο στόμα. 2. (μτφ.) α. για συναίσθημα ή για ψυχική ανάγκη τόσο έντονη, που δεν μπορεί εύκολα κανείς να την ικανοποιήσει· ακόρεστοςI2: Aχόρταγη επιθυμία / δίψα για εκδίκηση. β. για άνθρωπο άπληστο, πλεονέκτη. || Aχόρταγο είναι το μάτι του ανθρώπου.
αχόρταγα ΕΠIΡΡ με βουλιμία: Tρώει / μασάει ~. Bλέπει / φιλάει ~. [μσν. αχόρταγος < α- 1 χορτα- (χορταίνω) -γος]
- αχορτασιά η [axortasxá] Ο24 : η ιδιότητα του αχόρταστου· βουλιμία. || απληστία, πλεονεξία.
[ελνστ. ἀχορτασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]



