Dictionary of Standard Modern Greek
| 8,233 items total [8071 - 8080] | << First < Previous Next > Last >> |
- αχαμήλωτος -η -ο [axamílotos] Ε5 : που δεν έχει χαμηλώσει, που δεν του έχουν μειώσει το ύψος ή την ένταση.
[α- 1 χαμηλώ(νω) -τος]
- αχαμνά τα [axamná] Ο38 : (λαϊκότρ.) οι όρχεις, κυρίως του ανθρώπου: Έφαγε μια κλοτσιά στα ~ και λιποθύμησε.
[ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. αχαμνός]
- αχαμνάδα η [axamnáδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα του αχαμνού.
[αχαμν(ός) -άδα]
- αχαμναίνω [axamnéno] Ρ7.4α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γίνομαι αχαμνός: Aχάμνυνε από τη νηστεία / την αρρώστια. Kόπηκε το γάλα της προβατίνας κι αχάμνυνε το αρνί.
[αχαμν(ός) -αίνω (πρβ. μσν. αχαμνίζω)]
- αχαμνός -ή -ό [axamnós] Ε1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1α. (για άνθρωπο, ζώο ή μέλος του σώματος) ισχνός1, λιπόσαρκος, αδύνατος: Είναι ~ από φυσικού του / από την αρρώστια. || (για φυτό) που δεν αναπτύχτηκε κανονικά. β. αδύνατος ή αδύναμος: Είναι λιγάκι ~ και δεν αντέχει πολύ. 2. για ύλη της οποίας η σύνθεση είναι περισσότερο μαλακή από όσο θα έπρεπε: Aχαμνό ζυμάρι / κερί.
αχαμνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. αχαμνούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. [μσν. αχαμνός `αδύναμος΄ < χαμνός με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-xa > enaxa > en-axa] < αρχ. χαῦνος `πορώδης, αραιός΄ (για την τροπή [vn > mn] δες στο μουνούχος) (μετακ. τόνου;)· αχαμν(ός) -ούτσικος, -ούλης]
- αχανής -ής -ές [axanís] Ε10 : που είναι πάρα πολύ μεγάλος σε έκταση, που είναι εξαιρετικά εκτεταμένος· απέραντος: ~ χώρα / έρημος / θάλασσα. Οι αχανείς πεδιάδες του Kαναδά. || (ως ουσ.) το αχανές, το άπειρο, η απεραντοσύνη του ουρανού.
[λόγ. < ελνστ. ἀχανής, αρχ. σημ.: `με μεγάλο άνοιγμα΄]
- αχάραγα [axáraγa] επίρρ. χρον. : (λογοτ., λαϊκότρ.) πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.
[αχάραγ(ος) επίρρ. -α < α- 1 χαρά(ζει) -γος]
- αχαρακτήριστος -η -ο [axaraktíristos] Ε5 : 1.που δεν είναι χαρακτηρισμένος, που δεν τον έχουν χαρακτηρίσει. 2. για συμπεριφορά που είναι τόσο απρεπής, αξιοκατάκριτη και ελεεινή, που δε θέλουμε, που αποφεύγουμε να τη χαρακτηρίσουμε, να εκφράσουμε τη γνώμη μας γι΄ αυτήν: Aχαρακτήριστη διαγωγή / πράξη.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀχαρακτήριστος `χωρίς διακριτικό χαρακτηριστικό΄· 2: σημδ. γαλλ. inqualifiable]
- αχάρακτος -η -ο [axáraktos] & αχάραχτος -η -ο [axáraxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν χαράξει, που δεν είναι χαραγμένος: Tα ονόματα ήταν αχάρακτα. || ~ δρόμος, ασχεδίαστος.
[-χτ-: ελνστ. ἀχάρακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]
- αχαράκωτος -η -ο [axarákotos] Ε5 : που δεν τον έχουν χαρακώσει, δεν του έκαναν παράλληλες γραμμές· που δεν είναι χαρακωμένος: Aχαράκωτη κόλα χαρτιού.
[α- 1 χαρακώ(νω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀχαράκωτος `χωρίς φράχτη, ανοχύρωτος΄)]



