Dictionary of Standard Modern Greek
| 12 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- εβδομήκοντα [evδomíkonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.(λόγ.) εβδομήντα. 2. (ειδ., ως ουσ.) οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Π. Διαθήκης στην κοινή ελληνιστική και (σε μετωνυμία) το κείμενο αυτής της μετάφρασης: H μετάφραση / το κείμενο των ~. Mελέτησε τους ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἑβδομήκοντα· 2: ελνστ. σημ.]
- εβδομηκονταετηρίδα η [evδοmikondaetiríδa] Ο26 : η συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από ένα γεγονός: Ο εορτασμός της εβδομηκονταετηρίδας από την ίδρυση της Aκαδημίας Aθηνών.
[λόγ. < ελνστ. ἑβδομηκονταετηρίς, αιτ. -ίδα]
- εβδομηκονταετής -ής -ές [evδomikondaetís] Ε10 : (λόγ.) εβδομηντάχρονος. α. που έχει διάρκεια εβδομήντα ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) εβδομήντα ετών: ~ γέρος.
[λόγ. < ελνστ. ἑβδομηκονταετής]
- εβδομηκονταετία η [evδomikondaetía] Ο25 : περίοδος, χρονικό διάστη μα εβδομήντα ετών.
[λόγ. < ελνστ. ἑβδομηκονταετία]
- εβδομηκοντούτης ο [evδomikondútis] θηλ. εβδομηκοντούτις [evδomi kondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία εβδομήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) εβδομηκονταετής· εβδομηντάχρονος.
[λόγ. < ελνστ. ἑβδομηκοντούτης· λόγ. < ελνστ. ἑβδομηκοντοῦτις]
- εβδομηκοστός -ή -ό [evδοmikostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εβδομήντα: H εβδομηκοστή σελίδα. Tο εβδομηκοστό έτος της ηλικίας. H εβδομηκοστή επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον εξηκοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την εβδομηκοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. (μαθημ.) η εβδομηκοστή, η εβδομηκοστή δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην εβδομηκοστή. 2. το εβδομηκοστό, το ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκουν τα τριάντα εβδομηκοστά του οικοπέδου.
[λόγ. < αρχ. ἑβδομηκοστός]
- εβδομήντα [evδomínda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εβδομήντα (70) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού εβδομηκοστός): Άνοιξέ μου το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το εβδομήντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει εκατόν σαράντα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εβδομήντα: Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο εβδομήντα. γ. το ΄70 (΄70), αντί 1970: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία εβδομήντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.
[μσν. εβδομήντα < αρχ. ἑβδομήκοντα με αποβ. της συλλαβής [ko] αναλ. προς τα εξήντα, πενήντα]
- εβδομηντάρης ο [evδomindáris] Ο11 θηλ. εβδομηντάρα [evδomindára] Ο25α : για πρόσωπο ηλικίας εβδομήντα (περίπου) χρόνων. || (ως επίθ.) εβδομηντάχρονος: ~ άνθρωπος.
[εβδομήντ(α) -άρης· εβδομηντάρ(ης) -α]
- εβδομηντάρι το [evδomindári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από εβδομήντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Δίνω ένα ~ το μήνα, εβδομήντα χιλιάδες.
[εβδομήντ(α) -άρι]
- εβδομηνταριά η [evδomindarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εβδομήντα: Kαμιά ~ άτομα. Θα ζυγίζει καμιά ~ κιλά.
[μσν. *εβδομηνταριά (πρβ. μσν. εβδομηνταρά) < εβδομήντ(α) -αριά]



