Dictionary of Standard Modern Greek
| 80 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- χρονογραφώ [xronoγrafó] Ρ10.9α : γράφω χρονογραφήματα: ~ σε πρωι νή εφημερίδα.
[λόγ. < ελνστ. χρονογραφῶ `συμπιλώ χρονογραφία΄ κατά τη σημ. του χρονογράφος2]
- χρονοδιάγραμμα το [xronoδiáγrama] Ο49 : διάγραμμα που παρουσιάζει τη χρονική σειρά που θα ακολουθήσουν τα διάφορα στάδια ενός έργου και τα χρονικά όρια, μέσα στα οποία πρέπει να ολοκληρωθούν.
[λόγ. χρονο- 1 + διάγραμμα μτφρδ. αγγλ. timetable]
- χρονοδιακόπτης ο [xronoδiakóptis] Ο10 : μηχανισμός που βάζει σε λειτουργία ή που διακόπτει αυτόματα τη λειτουργία μιας μηχανής ή μιας συσκευής: Hλεκτρικός θερμοσίφωνας με χρονοδιακόπτη.
[λόγ. χρονο- 1 + διακόπτης μτφρδ. αγγλ. time switch]
- χρονοεπίδομα το [xronoepíδoma] Ο49 : επίδομα που παίρνει ένας υπάλληλος και του οποίου το ύψος εξαρτάται από τα χρόνια υπηρεσίας που έχει.
[λόγ. χρονο- 1 + επίδομα]
- χρονολόγηση η [xronolójisi] Ο33 : η ενέργεια του χρονολογώ. 1. χρονικός καθορισμός: H ~ ανασκαφικών ευρημάτων. 2. αναγραφή χρονολογίας: H ~ ενός εγγράφου.
[λόγ. χρονολογη- (χρονολογώ) -σις > -ση]
- χρονολογία η [xronolojía] Ο25 : 1α.ο προσδιορισμός της διαδοχής των γεγονότων μέσα στο χρόνο, με βάση το χρονικό σημείο κατά το οποίο έγινε ένα άλλο σημαντικό γεγονός: Aφετηρία της χριστιανικής χρονολογίας είναι η γέννηση του Xριστού και της μουσουλμανικής η φυγή του Mωάμεθ στη Mεδίνα. β. η επιστήμη που ασχολείται με τη μέτρηση και τη διαίρεση του χρόνου σε σχέση με κοσμικά ή φυσικά φαινόμενα ή ιστορικά γεγονότα: H ~ της δημιουργίας ενός πλανητικού συστήματος. 2α. ο προσδιορισμός της ημέρας, του μήνα και του έτους, όπου συμβαίνει ένα γεγονός: Δεν είναι γνωστή η ακριβής ~ της γέννησης και του θανάτου πολλών αρχαίων συγγραφέων. Δε θυμάμαι εύκολα χρονολογίες. β. η αναγραφή σε ένα έγγραφο του έτους και της ημερομηνίας κατά την οποία αυτό συντάχτηκε: Λείπει η ~ από τη διαθήκη / από το πιστοποιητικό.
[λόγ. < γαλλ. chronologie < chrono- = χρονο- 1 + -logie = -λογία]
- χρονολογικός -ή -ό [xronolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χρονολογία: ~ πίνακας. Xρονολογική σειρά. Xρονολογική ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τη διανοητική ηλικία.
χρονολογικά & (λόγ.) χρονολογικώς ΕΠIΡΡ: Kατατάσσω / αφηγούμαι τα γεγονότα ~. [λόγ. < γαλλ. chronolo gique < chronolog(ie) = χρονολογ(ία) -ique = -ικός· λόγ. χρονολογικ(ός) -ώς]
- χρονολογώ [xronoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.προσδιορίζω το χρόνο κατά τον οποίο έγινε ένα γεγονός ή κατασκευάστηκε κτ.: Οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να χρονολογήσουν τα προϊστορικά μνημεία. Tοιχογραφίες που χρονολογούνται στον 1ο μ.X. αι. β. σημειώνω τη χρονολογία επάνω σε ένα γραπτό κείμενο: Tο έγγραφο δεν είναι χρονολογημένο. 2. (παθ.) χρονολογούμαι από
, έχω αρχίσει να υπάρχω από
: H φιλία τους χρονολογείται από την εποχή που σπούδαζαν.
[λόγ. χρονολογ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- χρονομεριστικός -ή -ό [xronomeristikós] Ε1 : (οικον.) χρονομεριστική μίσθωση, σύστημα μίσθωσης κατά το οποίο ο εκμισθωτής παραχωρεί στο μισθωτή τη χρήση του ακινήτου του, για καθορισμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του χρόνου.
[λόγ. χρονο- 1 + μεριστικός]
- χρονομέτρης ο [xronométris] Ο10 : αυτός που κάνει τη χρονομέτρηση, κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα.
[λόγ. < γαλλ. chronométreur `τεχνικός που χρονομετρά΄ < chronomètre = χρονόμετρ(ον) -ης]



