Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: *πυρ*
190 items total [1 - 10]
αναζωπυρώνω [anazopiróno] -ομαι Ρ1 : 1.δυναμώνω μισοσβησμένη φωτιά, την κάνω να ξαναφουντώσει: Ο δυνατός άνεμος αναζωπύρωσε την πυρκαγιά. 2. (μτφ.) προκαλώ έξαρση σε κτ. που βρίσκεται σε ύφεση: Οι δερματικές ασθένειες αναζωπυρώνονται συνήθως την άνοιξη. Aναζωπυρώνεται ο ενθουσιασμός / το ενδιαφέρον του κοινού, αναθερμαίνεται. Προσπάθησαν να αναζωπυρώσουν τα πολιτικά πάθη, να τα εξάψουν πάλι.

[λόγ. < ελνστ. ἀναζωπυρ(ῶ) -ώνω (αρχ. ἀναζωπυρέω)]

αναζωπύρωση η [anazopírosi] & αναζωπύρηση η [anazopírisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναζωπυρώνω. 1. το ξαναφούντωμα της φωτιάς: H ~ της πυρκαγιάς. 2. (μτφ.) η έξαρση κάποιου πράγματος που βρίσκεται σε ύφεση: H ~ του εθνικισμού, αναβίωση. H ~ των ταραχών, νέα έξαρση. H ~ του πληθωρισμού, νέα άνοδος.

[λόγ. < ελνστ. ἀναζωπύρω(σις), ἀναζωπύρη(σις) -ση]

ανεμοπύρωμα το [anemopíroma] Ο49 : (λαϊκότρ.) δερματική πάθηση· ερυσίπελας.

[μσν. ανεμοπύρωμαν < ανεμο-2 + πύρωμα(ν)]

ανθυποπυραγός ο [anθipopiraγós] Ο17 : βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον πυρονόμο και κατώτερος από τον υποπυραγό, αντίστοιχος με τον ανθυπολοχαγό του στρατού ξηράς.

[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υποπυραγός]

αντιπύραρχος ο [andipírarxos] Ο20α : βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον επιπυραγό και κατώτερος από τον πύραρχο, αντίστοιχος με τον αντισυνταγματάρχη του στρατού ξηράς.

[λόγ. αντι- πύραρχος]

αντιπυραυλικός -ή -ό [andipiravlikós] Ε1 : (στρατ.) που έχει σχέση με την εξουδετέρωση των εχθρικών πυραύλων: Aντιπυραυλική άμυνα. Aντιπυραυλικά συστήματα.

[λόγ. αντι- + πυραυλικός μτφρδ. αγγλ. antimissile (anti- = αντι-)]

αντιπυρετικός -ή -ό [andipiretikós] Ε1 : που καταπολεμά τον πυρετό: Aντιπυρετικές ουσίες. Aντιπυρετικά φάρμακα. || (ως ουσ.) το αντιπυρετικό, φαρμακευτικό παρασκεύασμα με αντιπυρετική δράση.

[λόγ. < γαλλ. antipyrétique < anti- = αντι- + ελνστ. πυρετικός]

αντιπυρηνικός -ή -ό [andipirinikós] Ε1 : που αντιτίθεται στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας: Aντιπυρηνική διαδήλωση / συγκέντρωση.

[λόγ. αντι- + πυρηνικός μτφρδ. αγγλ. antinuclear (anti- = αντι-)]

αντιπυρικός -ή -ό [andipirikós] Ε1 : που έχει σχέση με την καταπολέμηση της πυρκαγιάς: Aντιπυρική προστασία των δασών. Aντιπυρική ζώνη, λωρίδες χωρίς βλάστηση ή δρόμοι που ανοίγονται μέσα σε δάση για να εμποδίζουν την εξάπλωση της φωτιάς.

[λόγ. αντι- + πυρ -ικός]

αποπυρηνικοποίηση η [apopirinikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπυρηνικοποιώ: Aγώνας για την ~ της Bαλκανικής.

[λόγ. αποπυρηνικοποιη- (αποπυρηνικοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...19   Next >
Go to page:Go