Dictionary of Standard Modern Greek
| 36 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- αμεσουράνητος -η -ο [amesuránitos] Ε5 : (για ουράνιο σώμα) που δεν έχει μεσουρανήσει.
[λόγ. α- 1 μεσουρανη- (μεσουρανώ) -τος]
- απουράνωση η [apuránosi] Ο33 : (γλωσσ.) τροπή ενός ουρανικού φθόγγου σε φατνιακό, απώλεια της ουράνωσης.
[λόγ. απ(ο)- ουράνω(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. dépalatalisation]
- επουράνια τα [epurána & epuránia] Ο39 (χωρίς γεν. πληθ.) : (λογοτ.) ο ουρανός, ιδίως ως υποτιθέμενος χώρος κατοικίας του Θεού, καθώς και το διάστημα πέρα από αυτόν: Mε τα μάτια στυλωμένα στα γαλάζια ~. Στα νερά, στον ουρανό, στα ~.
[ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. ἐπουράνιος]
- επουράνιος -α -ο [epuránios] Ε6 : που βρίσκεται στον ουρανό, συνήθ. ως υποτιθέμενο χώρο κατοικίας του Θεού: Ο ~ πατέρας, ο Θεός. Οι επουράνιες δυνάμεις. || (ως ουσ.) τα επουράνια*.
[λόγ. < αρχ. ἐπουράνιος]
- μαντζουράνα η [mandzurána] & ματζουράνα η [madzurána] Ο25α : ποώδες αρωματικό φυτό που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό. ΠAΡ ~ στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, για παράλογα ή ασυνάρτητα λόγια.
[ματζ-: αντδ.(;) < βεν. mazorana ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) ίσως < λατ. amaracus, -um < αρχ. ἀμάρακος, -ον· μαντζ-: ερρινοπ. του [dz] ύστερα από φων.]
- μεσούρανα τα [mesúrana] Ο41 : (λογοτ.) το μεσαίο και κατά συνέπεια το ψηλότερο τμήμα του ουρανού: Πετάει ψηλά ως τα ~. Ο ήλιος βρίσκεται στα ~, μεσουρανεί. || (επέκτ.) για δήλωση μεγάλου ύψους: Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά ως τα ~.
[μεσ(ο)- 1 + ουραν(ός) -α, πληθ. του -ο, κατά το μεσουρανώ]
- μεσουράνημα το [mesuránima] Ο49 : το αποτέλεσμα του μεσουρανώ: Tο ~ του ήλιου / της δόξας / της καριέρας κάποιου.
[λόγ. < ελνστ. μεσουράνημα]
- μεσουράνηση η [mesuránisi] Ο33 : (αστρον.) το μεσουράνημα ενός ουράνιου σώματος: Άνω / κάτω ~ του ήλιου.
[λόγ. < ελνστ. μεσουράνη(σις) -ση]
- μεσουρανίς [mesuranís] επίρρ. : (λογοτ.) στα μεσούρανα.
[μεσ(ο)- 1 + ουραν(ός) επίρρ. -ίς]
- μεσουρανώ [mesuranó] Ρ10.9α : 1. για ουράνιο σώμα που βρίσκεται στον ουράνιο μεσημβρινό του τόπου από τον οποίο το παρατηρούμε: Mεσουρανεί το φεγγάρι / ένα άστρο. Ο ήλιος μεσουρανούσε, και η ζέστη ήταν ανυπόφορη. 2. (μτφ.) βρίσκομαι στο ανώτατο σημείο από άποψη δράσης, ακμής, επιτυχίας κτλ., με συνέπεια τη μεγάλη φήμη ή δόξα: Kατά την εποχή που μεσουρανούσαν οι Mπιτλς. ΦΡ μεσουρανεί το άστρο* κάποιου.
[λόγ. < αρχ. μεσουρανῶ]



