Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: *εχιδν*
1 item total
έχιδνα η [éxiδna] Ο27 : ΣYN οχιά. 1. ωοζωοτόκο δηλητηριώδες φίδι, με τριγωνικό, πεπλατυσμένο κεφάλι και με δόντια από όπου χύνεται το δηλητήριο. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου ύπουλου και επικίνδυνου: Έχυσε πάλι η ~ το δηλητήριο. Είναι κακός σαν ~.

[λόγ. < αρχ. ἔχιδνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go