Dictionary of Standard Modern Greek
| 46,747 items total [46741 - 46747] | << First < Previous Next > Last >> |
- ωχριώ [oxrió] Ρ10.4α : 1. γίνομαι ωχρός, χλωμός, χλωμιάζω, εξαιτίας ενός έντονου συναισθήματος ντροπής ή φόβου: ~ από φόβο / από ντροπή. Πώς μπορεί να λέει τέτοια ψέματα και να μην ωχριά από ντροπή; 2. (μτφ.) αισθάνομαι ή είμαι πολύ υποδεέστερος, κατώτερος από άλλον (συνήθ. όσον αφορά μια κακή ιδιότητα): Kαι τα θηρία ακόμα θα ωχριούσαν μπροστά στη θηριωδία του.
[λόγ. < αρχ. ὠχριῶ]
- ωχρο- [oxro] & ωχρό- [oxró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει την παρουσία του ωχρού χρώματος ή την απόχρωση του ωχρού χρώματος σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~πρόσωπος· ~κόκκινος, ωχρόξανθος, ~πράσινος, ~ρόδινος.
[λόγ. < αρχ. ὠχρο- θ. του επιθ. ὠχρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὠχρο-μέλας, ελνστ. ὠχρό-ξανθος]
- ωχροκίτρινος -η -ο [oxrokítrinos] Ε5 : που έχει χρώμα κίτρινο με απόχρωση προς το ωχρό.
[λόγ. ωχρο- + κίτρινος μτφρδ. γαλλ. jaune d΄ochre]
- ωχρόλευκος -η -ο [oxrólefkos] Ε5 : που έχει χρώμα λευκό με απόχρωση προς το ωχρό.
[λόγ. < ελνστ. ὠχρόλευκος]
- ωχρός -ή / -ά -ό [oxrós] Ε1, Ε2 : 1α. που έχει το υποκίτρινο χρώμα της ώχρας· ώχρινος: Mε πρόσωπο ωχρό από φόβο· (πρβ. χλωμός). Aρρωστιάρικο, ωχρό πρόσωπο. Ωχρή όψη. ~ και με μάτια κλειστά. || σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) ωχρή κηλίδα*. ωχρά σπειροχαίτη*. (βιολ.) ωχρό σωμάτιο*. β. αχνός και αδύνατος, θαμπός, αμυδρός: Tο ωχρό φως ενός κεριού. Tο ωχρό φως της χειμωνιάτικης σελήνης. 2. (μτφ.) θολός, αμυδρός: Ωχρή ανάμνηση. Ωχρά είδωλα.
[λόγ. < αρχ. ὠχρός & σημδ. γαλλ. pâle]
- ωχρότητα η [oxrótita] Ο28 : η ιδιότητα του ωχρού· χλωμάδα: H ~ του προσώπου της· (πρβ. κιτρινάδα).
[λόγ. < αρχ. ὠχρότης, αιτ. -ητα]
- ωχρόφαιος -η -ο [oxrófeos] Ε5 : που έχει χρώμα φαιό (σταχτί) με απόχρωση προς το ωχρό· (πρβ. σταχτοκίτρινος).
[λόγ. ωχρο- + φαι(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. gris pâle]



