Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for:
5,552 items total [21 - 30]
-ποιώ [pió] -ούμαι : 1. β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι: α. το υποκείμενο του ρήματος δίνει σε κτ. (που δηλώνεται ως αντικείμενο του ρήματος) τη μορφή, τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: αλευρο~, ελασματο~, κονιορτο~, κονσερβο~, κωδικο~, περιθωριο~, πολ το~, χαλυβο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο: σακχαρο~, σαπωνο~. β. το υποκείμενο του ρήματος κάνει τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να έχει το αντικείμενο του ρήματος τις ιδιότητες που συνεπάγεται το επίθετο που υπάρχει ως α' συνθετικό: ισχυρο~, μονιμο~, οριστικο~, ρευστο~, σταθερο~, στεγανο~, συγκεκριμενο~, ωραιο~. 2. σε παραγωγή με προθήματα με σημασία προσδιορισμένη από το πρόθημα: εκ~, μετα~, παρα~.

[λόγ. < αρχ. -ποιῶ < ρ. ποιῶ ως β' συνθ.: αρχ. δραμα το-ποιῶ, κακο-ποιῶ]

-ρροώ [roó] : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο: 1. (ιατρ.) χαρακτηρίζεται από τη μη φυσιολογική ή την υπερβολική εκροή αυτού που υπάρχει ως α' συνθετικό: αιμο~, πυο~. || για τη φυσιολογική έμμηνη ρύση: εμμηνο~. 2. (μτφ.): φυλλο~.

[λόγ. < αρχ. -ρροῶ (θ. συγγ. του ρ. ῥέω) ως β' συνθ.: αρχ. αἱμο-ρροῶ]

-σκοπώ [skopó] : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: 1. εξετάζει ή παρατηρεί αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βυθο~. 2. εξετάζει ή παρατηρεί με το όργανο ή το μέσο που εκφράζει το α' συνθετικό: ακτινο~. || κυριολεκτικά και μεταφορικά: βολιδο~. 3. κινηματογραφεί με τον τρόπο ή το μέσο που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: βιντεο~, μαγνητο~. 4. επιδιώκει αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: κερδο~.

[λόγ.: 1: αρχ. -σκοπῶ < αρχ. ρ. σκοπῶ ως β' συνθ.: αρχ. οἰωνο-σκοπῶ `μαντεύω με βάση το πέταγμα πουλιών΄· 4: ελνστ. σημ.: ελνστ. καιρο-σκοπῶ· 2, 3: με βάση τα -σκόπησις, -σκόπιον < γαλλ. -scopie, -scope: μαγνητο-σκοπώ < μαγνητο-σκόπησις < γαλλ. magnétoscope]

-ύνω [íno] -ομαι : επίθημα για το σχηματισμό ρημάτων παράγωγων από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος προσδίδει στο αντικείμε νο τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αμβλύς) αμβλύνω, (εύκολος) ευκολύνω, (ευρύς) ευρύνω, (λαμπρός) λαμπρύνω, (οξύς) οξύνω.

[αρχ. επίθημα -ύνω: αρχ. ὀξ-ύνω (< ὀξ-ύς)]

-φορώ [foró] -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο: I1. φοράει, είναι ντυμένο με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό: ασπρο~, μαυρο~, πενθη~, ρασο~. 2. κρατάει, μεταφέρει, έχει μαζί του αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: λαμπαδη~, οπλο~. 3. αποκτά αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: ανθο~, καρπο~, φυλλο~. II. δίνει στο αντικείμενο αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: τιτλο~. || παρασημο~.

[I1: ελνστ. -φορῶ < αρχ. φορῶ ως β' συνθ.: ελνστ. λευκο-φορῶ· I2, 3: λόγ. < αρχ. -φορῶ < αρχ. φορῶ: αρχ. ὁπλο-φορῶ, καρπο-φορῶ· II: νεότ. σημ.]

[ó] : 1. (σπάν.) κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών: ηχώ, πειθώ. 2. επίθημα θηλυκών κύριων ονομάτων: Mαριγώ, Zαχαρώ.

[αρχ. θηλ. επίθημα -ώ: λεχ-ώ (λέχος δες λεχώνα), πειθ-ώ (πείθ-ομαι)· Σαπφώ, Γοργ-ώ· στα νέα ελλην. ως επίθημα μόνο για κύρια ονόματα: Zαχαρ-ώ, Mαριγ-ώ]

[o] : 1. κατάληξη θηλυκών κύριων ονομάτων: Φρόσω, Mάρω, Bασίλω. 2. (λαϊκότρ.) επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από άλλα ουσιαστικά: (σουρτούκης) σουρτούκω· (τσουράπι) τσουράπω.

[σλαβ. -o κατάληξη κλητ. κύριων θηλ. ον.: Katinka, κλητ. Katinko που θεωρήθηκε ονομ. > μσν. -ω: Mάρω (< σλαβ. Maro, Mara) και επέκτ. σε παλιότ. ελλην. λ. Διαμάντ-ω < διαμάντι, Xρύσ-ω < Xρυσή και σε προσηγορικά: σουρτούκ-ω < σουρτούκης, τσουράπ-ω < τσουράπι (ορθογρ. κατά το -ώ, για να δίνουν την εντύπωση αρχ. ελλην. λ.)]

[o] -ομαι : κατάληξη ρημάτων της α' συζυγίας: αγκαλιάζω, αγκαλιάζο μαι· ακούω, ακούγομαι· δένω, δένομαι· ζαλίζω, ζαλίζομαι· κρύβω, κρύβο μαι· λούζω, λούζομαι· λύνω, λύνομαι· πιάνω, πιάνομαι. || (αποθ.) αισθάνομαι, γίνομαι, εμπιστεύομαι, εργάζομαι, κάθομαι, σέβομαι, φαίνομαι, χρειάζομαι.

[αρχ. -ω, -ομαι κατάλ. βαρύτονων ρ.: αρχ. ἀκού-ω & μεταπλ. ρ. σε -μι: αρχ. τίθη-μι > θέτ-ω (δες λ.) & μεταπλ. ρ. σε -ννυμι (δες -ώνω)]

1 [ó] & -άω [áo] -ιέμαι : κατάληξη ρημάτων της β' συζυγίας, α' τάξης: αγαπώ και αγαπάω, αγαπιέμαι· γαργαλώ και γαργαλάω, γαργαλιέμαι· γελώ και γελάω, γελιέμαι· κυλώ και κυλάω, κυλιέμαι· σταματώ και σταματάω, σταματιέμαι. || (αποθ.) παραπονιέμαι, σταυροκοπιέμαι.

[αρχ. κατάλ. περισπώμενων ρ. -ῶ: αρχ. ἀγαπ-ῶ, πατ-ῶ (από συναίρ. -άω, -έω, β' πρόσ.: ἀγαπ-ᾷς, πατ-εῖς) & μεταπλ. αρχ. αποθετικών ρ.: αρχ. μασ-ῶμαι > μσν. μασ-ώ & μεταπλ. αρχ. ρ. σε -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. -ισ-: ελνστ. ἀσφαλ-ίζω > μσν. σφαλ-ώ (δες λ.)· -άω: νεοελλ. μεταπλ. ρ. σε > -άω με βάση το γ' πρόσ. -άει < -ᾷ με προσθήκη της κατάλ. -ει των βαρύτονων ρ. για προσαρμ. προς το τονικό σχ. των βαρύτονων: αρχ. (προκλασικό) ἀγαπ-άω > (κλασικό, ελνστ., μσν.) ἀγαπ-ῶ > αγαπ-άω & μεταπλ. των ρ. -ῶ, -εῖς για προσαρμ. στο τύπο της α' τάξης: πατ-ώ, πατ-είς > πατ-ώ, πατ-άς]

-ώνω [óno] -ομαι : επίθημα: I. για το σχηματισμό ρημάτων παράγωγων: 1. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει, εκτελεί την ενέργεια που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (βίδα) βιδώνω, (κλειδί) κλειδώνω, (κουμπί) κουμπώνω, (λίγδα) λιγδώνω, (πληγή) πληγώνω· (θάλασσα) θαλασσώνω, (χαντάκι) χαντακώνω. 2. από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος αποκτά τις ιδιότητες που εκφρά ζει η πρωτότυπη λέξη ή ενεργεί ώστε το αντικείμενο του ρήματος να έχει αυτές τις ιδιότητες: (παλαβός) παλαβώνω, (αραιός) αραιώνω. II. για το μεταπλασμό στη νέα ελληνική ρημάτων σε -ώ: αναπληρώνω, δηλώνω, ελευθερώνω, κατορθώνω, στεφανώνω, υψώνω.

[ελνστ. & μσν. -ώνω μεταπλ. των αρχ. μετον. ρηματ. επιθημάτων -ννυμι (ελνστ. -ννύω), -ῶ (που προερχόταν από συναίρεση των ρ. σε -όω), με βάση το συνοπτ. θ. -ωσ-: αρχ. στρώ-ννυμι > ελνστ. στρω-ννύω > μσν. στρώνω, αρχ. ἐλευθερ(ῶ) > ελευθερ-ώνω, ἀξι(ῶ) > αξι-ώνω, ζημι(ῶ) > ζημι-ώνω κατά το σχ.: χασ- (έχασα) - χάνω, φθασ- (έφθασα) - φθάνω και επέκτ. σε νέες μετον. παραγωγές: χαντάκ(ι) -ώνω, βίδ(α) -ώνω]

< Previous   1 2 [3] 4 5 ...556   Next >
Go to page:Go