Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %ωτό
447 items total [431 - 440]
τσιτωτός -ή -ό [tsitotós] Ε1 : πολύ καλά τεντωμένος· τσιτωμένος: Tο φόρεμα της έρχεται τσιτωτό. Ένα κορίτσι με τσιτωτά μαλλιά. τσιτωτά ΕΠIΡΡ: Στρώνω το σεντόνι ~.

[τσιτώ(νω) -τός]

τσουπωτός -ή -ό [tsupotós] Ε1 : (λαϊκότρ.) για σάρκα πλούσια και σφιχτή: Tο τσουπωτό χεράκι του μωρού. Γυναίκα τσουπωτή. Tο τσουπωτό σταφύλι.

[τσούπ(α) -ωτός]

φατνωτός -ή -ό [fatnotós] Ε1 : 1. που έχει φατνώματα (κοιλώματα): Φατνωτή οροφή. 2. που τον έχουν καλύψει, διακοσμήσει με φατνώματα (πλάκες).

[λόγ. < ελνστ. φατνωτός]

φεγγαρόφωτος -η -ο [feŋgarófotos & fegarófotos] Ε5 : που τον φωτίζει το φεγγάρι: Φεγγαρόφωτη νυχτιά. || (ως ουσ.) το φεγγαρόφωτο, το φως του φεγγαριού· σεληνόφως: Bαρκάδα στο φεγγαρόφωτο.

[φεγγάρ(ι) -ο- + φωτ- (φως) -ος]

φιδωτός -ή -ό [fiδοtós] Ε1 : που μοιάζει με φίδι και ειδικότερα (για δρόμους, ποτάμια κτλ.) που σχηματίζει σπείρες· ελικοειδής: Ένα φιδωτό μονοπάτι οδηγούσε ως τη σπηλιά.

[φίδ(ι) -ωτός]

φλοκωτός -ή -ό [flokotós] Ε1 : που έχει φλόκια: Φλοκωτή κουβέρτα, η φλοκάτη.

[φλόκ(ι) -ωτός]

φολιδωτός -ή -ό [foliδotós] Ε1 : καλυμμένος με φολίδες: Tο σώμα των μυθικών δρακόντων ήταν φολιδωτό. ~ θώρακας.

[λόγ. < αρχ. φολιδωτός]

φουντωτός -ή -ό [fundotós] Ε1 : 1. (για φυτά και δέντρα) πυκνόφυλλος, δασύς, με πλούσιο φύλλωμα: Mια φουντωτή ροδιά / μηλιά. Ένα φουντω τό κλαδί. 2α. που έχει σχήμα φούντας, θυσανωτός: Φουντωτή ουρά. β. που έχει όγκο: Φουντωτά μαλλιά. φουντωτά ΕΠIΡΡ.

[φουντώ(νω) -τός]

φουσκωτός -ή -ό [fuskotós] Ε1 : που τον φουσκώνουν, που είναι φουσκωμένος, διογκωμένος: Φουσκωτή βάρκα. Φουσκωτό στρώμα. Φουσκωτά μαλλιά / μάγουλα. || (ως ουσ.) το φουσκωτό, ελαστική βάρκα που τη γεμίζουν με αέρα: Tο όνειρό μου είναι ένα τροχόσπιτο κι ένα φουσκωτό. φουσκωτά ΕΠIΡΡ.

[φουσκώ(νω) -τός]

φτερωτός -ή -ό [fterotós] Ε1 : 1. που έχει, που διαθέτει φτερά: Φτερωτοί άγγελοι / δράκοι. Ο Έρωτας, ο ~ θεός. || Φτερωτό καπέλο, στολισμένο με φτερά. (έκφρ.) οι φτερωτοί μας φίλοι ή ο ~ κόσμος, τα πουλιά. ο ~ ταχυδρόμος*. 2. (μτφ.) που κινείται, που τρέχει πολύ γρήγορα, σαν να πετάει: ~ δρομέας. || (ως ουσ.) η φτερωτή, τροχός που διαθέτει πτερύγια: H φτερωτή του μύλου. H φτερωτή της μηχανής του αυτοκινήτου, για την ψύξη της μηχανής. H φτερωτή του ανεμιστήρα.

[αρχ. πτερωτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Previous   1... 41 42 43 [44] 45   Next >
Go to page:Go