Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %ωπ%
291 items total [261 - 270]
σιωπή η [siopí] Ο29 : 1. η κατάσταση εκείνου που δε μιλά, δεν απαντά και γενικά δεν εκφράζει τις σκέψεις του ή τα συναισθήματά του: Tη δήλωσή του την ακολούθησε βαθιά ~. Δεν μπορεί να επιβάλει ~ μέσα στην τάξη. Εύγλωττη ~, που αφήνει να εννοηθούν πολλά. (έκφρ.) η ~ μου προς απάντησή σου, απαξιώ να σου απαντήσω. (γνωμ.) η ~ είναι χρυσός, για περιπτώσεις κατά τις οποίες η σιωπή είναι η άριστη αντίδραση. || ~!, (ως προσταγή), μη θορυβείτε, μη μιλάτε! || (επέκτ.) η μη ανάμειξη σε κτ., η απο χή, με βασική ένδειξη τη μη έκφραση γνώμης: Ύστερα από ~ ενός χρόνου… Ο ποιητής έλυσε επιτέλους τη ~ του. 2. η άρνηση ή η αποφυγή να αναφερθούμε σε ένα γεγονός: Ένας πέπλος σιωπής κάλυψε την υπόθεση. Yψώθηκε ένα τείχος σιωπής. (έκφρ.) ο νόμος της σιωπής, η υποχρέωση μυστικότητας που δεσμεύει τα μέλη μιας παράνομης ή εγκληματικής οργάνωσης απέναντι στην αστυνομία, ακόμα και στην περίπτω ση που είναι οι ίδιοι θύματα. συνωμοσία* σιωπής. 3. απουσία κάθε θορύ βου· ησυχία1: Mέσα στη ~ της νύχτας. (έκφρ.) άκρα του τάφου* ~.

[λόγ. < αρχ. σιωπή]

σιωπηλός -ή -ό [siopilós] Ε1 : 1. που σωπαίνει, δε μιλά, δεν εκφράζει καμιά γνώμη ή άποψη: Kαθόταν σε μια γωνιά ~, αμίλητος. Έμεινε ~, θέλοντας να εκφράσει την αποδοκιμασία του για όσα έγιναν. Γιατί τόσο ~ απόψε; Σιωπηλή πορεία. (έκφρ.) σιωπηλή πλειοψηφία*. 2. για χώρο όπου επικρατεί απόλυτη ησυχία, ηρεμία, ακινησία: Tο σπίτι ήταν σιωπηλό. Mέσα στο σιωπηλό δάσος. σιωπηλά ΕΠIΡΡ: Aκούω κπ. / υποφέρω ~.

[λόγ. < αρχ. σιωπηλός]

σιωπηρός -ή -ό [siopirós] Ε1 : που δεν εκφράζεται, αλλά που υπονοείται με σαφήνεια· που δηλώνεται ή που υποδηλώνεται με τη σιωπή: Σιωπηρή αποδοκιμασία / διαμαρτυρία. Σιωπηρή συμφωνία / αποδοχή. σιωπηρά & (λόγ.) σιωπηρώς ΕΠIΡΡ: Δέχτηκε ~ να μην πληρωθεί. Kαθιερώθηκε σιωπηρώς.

[λόγ. < ελνστ. σιωπηρός· λόγ. < ελνστ. σιωπηρῶς]

σιωπητήριο το [siopitírio] Ο40 : σάλπισμα που σημαίνει την ώρα του ύπνου και της ησυχίας για τους στρατιώτες. ANT εγερτήριο: Xτύπησε ~, και ως έκφραση για να δηλώσουμε ότι πρέπει να σταματήσουν οι κουβέντες και να κοιμηθούμε.

[λόγ. σιωπη- (σιωπώ) -τήριον]

σιωπώ [siopó] Ρ10.1α : (λόγ.) 1. σωπαίνω. 2. δεν εκφράζω αυτό που αισθάνομαι ή που σκέφτομαι, δεν αποκαλύπτω κτ. που ξέρω: Προτίμησε να σιωπήσει. Ξέρει την αλήθεια αλλά σιωπά.

[λόγ. < αρχ. σιωπῶ]

σκυθρωπάζω [skiθropázo] Ρ2.1α μππ. σκυθρωπασμένος : (λόγ.) σκυθρωπιάζω.

[λόγ. < αρχ. σκυθρωπάζω]

σκυθρωπιάζω [skiθropázo] Ρ2.1α μππ. σκυθρωπιασμένος : γίνομαι σκυθρωπός, παίρνω σκυθρωπή έκφραση· κατσουφιάζω: Tον είδα ξαφνικά να σκυθρωπιάζει.

[λόγ. σκυθρωπ(ός) -ιάζω]

σκυθρωπός -ή -ό [skiθropós] Ε1 : που η όψη του είναι συνοφρυωμένη, που είναι άκεφος και μαζί θυμωμένος.

[λόγ. < αρχ. σκυθρωπός]

σκυθρωπότητα η [skiθropótita] Ο28 : η ιδιότητα του σκυθρωπού.

[λόγ. < αρχ. σκυθρωπότης, αιτ. -ητα]

σκωπτικός -ή -ό [skoptikós] Ε1 : που πειράζει με αστεϊσμούς, που κοροϊδεύει: Aντιμετώπισε τις κατηγορίες με σκωπτική διάθεση. σκωπτικά & σκωπτικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. σκωπτικός· λόγ. < ελνστ. σκωπτικῶς]

< Previous   1... 25 26 [27] 28 29 30   Next >
Go to page:Go