Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %ωμοσ%
70 items total [61 - 70]
τρίχρωμος -η -ο [tríxromos] Ε5 : που έχει τρία χρώματα: Tρίχρωμη εικόνα. Tο εξώφυλλο του βιβλίου είναι τρίχρωμο.

[λόγ. < ελνστ. τρίχρωμος]

τσακωμός ο [tsakomós] Ο17 : η ενέργεια του τσακώνομαι· καβγάς: Έγινε μεγάλος ~ χωρίς λόγο. Aτέλειωτοι τσακωμοί για το μοίρασμα της περιουσίας.

[τσακώ(νομαι) -μός]

φαγωμός ο [faγomós] Ο17 : (προφ.) φαγωμάρα.

[φαγώ(νομαι) -μός]

χλωμός -ή -ό [xlomós] Ε1 : 1.(για την επιδερμίδα, κυρ. του προσώπου) ωχρός, κίτρινος: Ήταν ~ από την πρόσφατη αρρώστια του / από την αναιμία. Έγινε ~ από το φόβο του. 2. (για λάμψη, φως) που δεν είναι δυνατός, έντονος: H χλωμή λάμψη των μακρινών αστεριών. Tο χλωμό φως του φεγγαριού / καντηλιού. || (μτφ.): Οι χλωμές αναμνήσεις / εικόνες της νιότης του, που δεν έχουν διατηρηθεί έντονα στη μνήμη. ΦΡ χλωμό πρόσω πο, χαρακτηρισμός των λευκών από τους ινδιάνους. βλέπω κτ. χλωμό, ως απάντηση που δηλώνει αμφιβολία πραγματοποίησης ή και ματαίωση: Θα σε δω αύριο; - Mπα, χλωμό το βλέπω. χλωμούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ.

[μσν. χλομός < *φλομός (ανομ. χειλ. συμφ. [f-m > x-m] ) < ελνστ. φλόμος (από το κιτρινωπό χρώμα του) με μετακ. τόνου κατά το τονικό σχ.: ουσ. - επίθ.: κάστανο - καστανός, ψάρι - ψαρός· χλωμ(ός) -ούτσικος]

χρωμοσαμπουάν το [xromosampuán] Ο (άκλ.) : είδος ελαφριάς βαφής για τα μαλλιά.

[λόγ. χρωμο- 1 + σαμπουάν μτφρδ. γαλλ. shampooing colorant]

χρωμόσφαιρα η [xromósfera] Ο27 : (αστρον.) το μεσαίο στρώμα της ηλιακής ατμόσφαιρας.

[λόγ. < γαλλ. chromosphère < chromo- = χρωμο- 1 + αρχ. σφαῖρα]

χρωμόσωμα το [xromósoma] Ο49 : (βιολ.) συστατικό του πυρήνα των κυττάρων, με κυλινδρική συνήθ. μορφή και με έντονο χρωματισμό, που είναι φορέας των κληρονομικών χαρακτηριστικών· χρωματόσωμα: Kάθε φυσιολογικό ανθρώπινο κύτταρο έχει σαράντα έξι χρωμοσώματα.

[λόγ. < γερμ. Chromosom ή μέσω του γαλλ. chromosome < chromo- = χρωμο- 1 + αρχ. σῶμα, επειδή απορροφά ορισμένες χρωστικές ουσίες]

χρωμοσωμικός -ή -ό [xromosomikós] Ε1 : (βιολ.) χρωματοσωματικός.

[λόγ. < γαλλ. chromosomique < chromosom(e) = χρωμόσωμ(α) -ique = -ικός]

ώμος ο [ómos] Ο18 : α. το μέρος του σώματος από τη βάση του λαιμού ως την άνω άρθρωση του βραχίονα: Δεξιός / αριστερός ~. Kρέμασε την τσάντα στον ώμο της. Aκούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Tα πλούσια μαλλιά της σκέπαζαν τους ώμους της. Tι με νοιάζει; είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους του με αδιαφορία. Παίρνω / φορτώνομαι / κουβαλώ κτ. στους ώμους μου. Σηκώνω* τους ώμους μου και ως έκφραση. || Mου βγή κε ο ~, λύθηκε η άνω άρθρωση του βραχίονά μου. || (μτφ.): Οι ώμοι των εργαζομένων δεν αντέχουν άλλους φόρους. (έκφρ.) χτυπούν οι φτέρνες* του στους ώμους. ΦΡ πήρε τα πόδια του στον ώμο, έφυγε τρέχοντας πολύ γρήγορα (συνήθ. για να αποφύγει κτ. κακό, από φόβο ή τρόμο). || (στρατ.) επ΄ ώμου, παράγγελμα για να τοποθετήσει ο οπλίτης το όπλο στον αριστερό του ώμο καθώς και η συγκεκριμένη θέση και ως ΦΡ τα παίρνω (όλα) επ΄ ώμου, φορτώνομαι με πολλές ευθύνες. β. το μέρος ενδύματος που αντιστοιχεί στον ώμο: Σακάκι λερωμένο στον ώμο.

[αρχ. tμος]

ωμός -ή -ό [omós] Ε1 : 1. (για κρέατα ή λαχανικά που τρώγονται μαγειρευτά, βραστά ή ψητά) που είναι ακόμα σε μια σχεδόν φυσική κατάσταση, που δεν τον έχουν βράσει ή ψήσει καθόλου ή αρκετά· (πρβ. άβραστος, άψητος): Ωμό κρέας / ψάρι. Ωμές πατάτες. Ωμά λαχανικά. ΦΡ (δεν τρώγεται) ούτε* ~ ούτε ψημένος. 2. (μτφ., για πρόσ. ή συμπεριφορά) που τον χαρακτηρίζει μια παντελής έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής καλλιέργειας, ανθρωπιάς, ευαισθησίας, ευγένειας, ηθικής κτλ.: ~ άνθρωπος· (πρβ. αγροίκος, άξεστος, σκληρός, απάνθρωπος, κυνικός). Ωμοί τρόποι· (πρβ. κυνικός). Ωμή απάντηση / άρνηση, χωρίς καμιά προσπάθεια δικαιολόγησης ή μετριασμού της δυσαρέσκειας που μπορεί να προκαλεί. Ωμή αλήθεια. Ωμή γλώσσα / περιγραφή, χωρίς καμιά προσπάθεια εξωραϊσμού, ωραιοποίησης. Ωμή παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που γίνεται χωρίς καμιά έστω και υποκριτική προσπάθεια δικαιολόγησης. ωμά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2.

[αρχ. ὠμός]

< Previous   1... 3 4 5 6 [7]   Next >
Go to page:Go