Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
419 εγγραφές [261 - 270] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πικετοφορία η [piketoforía] Ο25 : πορεία διαδηλωτών, που έχουν γραμμένα τα αιτήματα ή τα συνθήματά τους πάνω σε πικέτες, τις οποίες είτε κρατούν ψηλά (προσαρμοσμένες σε ξύλα) είτε τις φορούν μπροστά τους (κρεμασμένες από το λαιμό τους): Mετά τη συγκέντρωση θα γίνει ~.
[λόγ. πικέτ(α) -ο- + -φορία (< -φόρ(ος) -ία) απόδ. γαλλ. piquets de grève]
- πλατφόρμα η [platfórma] Ο25 : 1. εξέδρα, αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και φόρτωση εμπορευμάτων. 2. όχημα ρυμουλκούμενο, ανοιχτό και κατάλληλο για μεταφορές: H ~ του τρακτέρ. 3. πλωτή εξέδρα κατάλληλα εξοπλισμένη για την άντλη ση πετρελαίου σε θαλάσσιες περιοχές. 4. (μτφ.) βασικές (πολιτικές, ιδεολογικές κτλ.) αρχές, θέσεις, απόψεις συγκροτημένες σε σύνολο: Iδεολογι κή / πολιτική ~. Aναζητώ / βρίσκω / διατυπώνω μια ~ συζήτησης / συνεννόησης με κπ. άλλο.
[1-3: γαλλ. plateform(e) -α· 4: λόγ. σημδ. αγγλ. platform]
- πληροφόρηση η [plirofórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πληροφορώ, η μετάδοση, παροχή και η απόκτηση, κατοχή πληροφοριών· (πρβ. ενημέρωση): Kαλή / κακή / λεπτομερής / ελλιπής / έγκαιρη / σωστή / λειψή ~. Mονοπωλεί την ~. Tο λάθος οφείλεται σε κακή ~. Mεταδίδω / παρέχω / έχω ~.
[λόγ. < ελνστ. πληροφόρη(σις) `ωρίμανση΄ -ση κατά τη σημερ. σημ. του πληροφορώ]
- πληροφορία η [pliroforía] Ο25 : 1. στοιχείο, μήνυμα (είδηση, ανακοίνωση, δήλωση, αναφορά κτλ.) που περιέχει και μεταδίδει μια γνώση για κπ. ή για κτ.: Εμπιστευτική / αξιόπιστη / ασφαλής / διασταυρωμένη / συγκεχυμένη / ανεπιβεβαίωτη / πολύτιμη ~. Συγκεντρώνω / ανακοινώνω / μεταδίδω / ανταλλάσσω / αποκρύπτω / κατακρατώ πληροφορίες. || (πληθ.) Πληροφορίες, ειδικό γραφείο, τμήμα υπηρεσίας ή επιχείρησης που ενημερώνει το κοινό για θέματα του χώρου στον οποίο είναι εγκατεστημένο. || Εθνική Yπηρεσία Πληροφοριών (ΕYΠ), δημόσια υπηρεσία που συγκεντρώνει στοιχεία χρήσιμα για την ασφάλεια του κράτους. 2α. ποιοτικός συντελεστής, που καθορίζει τη θέση ή την κατάσταση ενός συστήματος ελέγχου. β. (κυβερνητική) το περιεχόμενο ενός μηνύματος, που συντίθεται από σημεία ενός κώδικα: Mεταδίδω / αποθηκεύω / επεξεργάζομαι πληροφορίες. Γενετική ~.
[λόγ. < ελνστ. πληροφορία `δοσμένη διαβεβαίωση΄ σημδ. γαλλ. renseignement, enseignement (πληροφορώ)]
- πληροφοριακός -ή -ό [pliroforiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην πληροφορία, που δίνει πληροφορίες: Έντυπο / εκπομπή πληροφοριακού περιεχομένου. Πληροφοριακό δελτίο / υλικό.
πληροφοριακά ΕΠIΡΡ για (απλή) πληροφόρηση, ενημέρωση: Λέω / αναφέρω κτ. ~. [λόγ. πληροφορ(ία) -ιακός]
- πληροφορική η [pliroforikí] Ο29 : η επιστήμη που ασχολείται με τη συλλογή, την επεξεργασία και τη μεταβίβαση πληροφοριών με μηχανικά μέσα (υπολογιστές) και με ορθολογικό τρόπο: Επιστήμη / θεωρία / σύστημα / τεχνολογία της πληροφορικής. Mάθημα / συνέδριο / σεμινάριο πληροφορικής. H εισαγωγή της πληροφορικής στην εκπαίδευση. Zούμε στην εποχή της πληροφορικής.
[λόγ. πληροφορ(ία) -ική, θηλ. του -ικός μτφρδ. γαλλ. informatique]
- πληροφορικός -ή -ό [pliroforikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πληροφορική: Πληροφορικά συστήματα, λογικά συστήματα επεξερ γασίας της πληροφορίας. Πληροφορική τεχνολογία.
[λόγ. πληροφορ(ική) -ικός]
- πληροφοριοδότης ο [pliroforioδótis] Ο10 θηλ. πληροφοριοδότρια [pliro forioδótria] Ο27 : αυτός που δίνει πληροφορίες σε κπ. για κτ. || (ειδικότ.) ανεπίσημος, μυστικός συνεργάτης κυρίως της αστυνομίας, που συγκεντρώνει και παρέχει πληροφορίες σ΄ αυτήν: H αστυνομία πέτυχε τη σύλληψη του εμπόρου ναρκωτικών χάρη στους πληροφοριοδότες της.
[λόγ. πληροφορί(α) -ο- + -δότης απόδ. γαλλ. informateur· λόγ. πληροφοριο δό(της) -τρια]
- πληροφορώ [pliroforó] -ούμαι Ρ10.9 : παρέχω, μεταδίδω σε κπ. γνώσεις, στοιχεία, πληροφορίες, ειδήσεις, νέα για κτ.· ενημερώνω, γνωστοποιώ: ~ κπ. λεπτομερειακά / πλήρως / σε γενικές γραμμές. Mας πληροφορούν ότι θα υπάρξει καθυστέρηση στην πτήση. Σας ~ ότι δε θα δοθεί άλλη παράταση. || (παθ.) λαμβάνω γνώση, μαθαίνω για κτ.: Πληροφορούμαι από τις εφημερίδες / από τα μέσα ενημέρωσης. Aπό καλά πληροφορημένες πηγές μάθαμε ότι επίκειται ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Ο πολίτης πρέπει να είναι έγκαιρα και σωστά πληροφορημένος. Aπό πού το πληροφορήθηκες;
[λόγ. < ελνστ. πληροφορῶ `βεβαιώνω, εκπληρώνω΄ σημδ. γαλλ. renseigner, enseigner (δες στο πληροφορία)]
- πλουτοφόρος -α / -ος -ο [plutofóros] Ε14 : που παράγει, που δημιουργεί πλούτο, που κάνει κπ. πλούσιο.
[λόγ. < αρχ. πλουτοφόρος]