Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %φθειρ%
7 items total [1 - 7]
αντιφθειρικός -ή -ό [andifθirikós] Ε1 : για φαρμακευτική ουσία που εξοντώνει τις ψείρες: Aντιφθειρική σκόνη. || (ως ουσ.) το αντιφθειρικό, παρασκεύασμα που εξοντώνει τις ψείρες.

[λόγ. αντι- + αρχ. φθείρ (δες στο ψείρα) -ικός]

διαφθείρω [δiafθíro] -ομαι Ρ αόρ. διέφθειρα, απαρέμφ. διαφθείρει, παθ. αόρ. διαφθάρηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) διεφθάρη, διεφθάρησαν, απαρέμφ. διαφθαρεί, μππ. διεφθαρμένος* : 1. βλάπτω κπ. ηθικά, τον οδηγώ σε έναν ανήθικο τρόπο ζωής: Tο χρήμα διαφθείρει τον άνθρωπο / τις συνειδήσεις / τα ήθη. || (ειδικότ.) οδηγώ κπ. σε σεξουαλική ανηθικότητα: H ζωή στις μεγαλουπόλεις διαφθείρει τα αθώα κορίτσια. 2. αποπλανώ και διακορεύω: Kαταδικάστηκε, γιατί διέφθειρε ανήλικη. 3. καταστρέφω ένα πνευματικό αγαθό (όταν θέλουμε να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση): Διαφθείρεται η γλώσσα μας.

[λόγ. < αρχ. διαφθείρω]

παραφθείρω [parafθíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέφθειρα, απαρέμφ. παραφθείρει, παθ. αόρ. παραφθάρθηκα και παραφθάρηκα, απαρέμφ. παραφθαρθεί και παραφθαρεί, μππ. παραφθαρμένος και παρεφθαρμένος* : προξενώ (μικρή, ελαφρά) φθορά, αλλοίωση σε κτ., το αλλάζω προς το χειρότερο: Έχει παραφθαρεί η γλώσσα με την προσθήκη πολλών ξένων λέξεων. Mιλάει μια παραφθαρμένη διάλεκτο.

[λόγ. < ελνστ. παραφθείρω]

φθειρίαση η [fθiríasi] Ο33 : (ιατρ.) το σύνολο των δερματικών παθήσεων που προκαλούνται από τις ψείρες.

[λόγ. < ελνστ. φθειρία(σις) -ση]

φθειροκτόνος -α / -ος -ο [fθiroktónos] Ε14 : που σκοτώνει, που εξολοθρεύει τις ψείρες: Φθειροκτόνες ουσίες. Φθειροκτόνα φάρμακα. || (ως ουσ.) το φθειροκτόνο, το φάρμακο που εξολοθρεύει τις ψείρες.

[λόγ. < αρχ. φθειρ- (δες ψείρα) -ο- + -κτόνος]

φθείρω [fθíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. έφθειρα, απαρέμφ. φθείρει, παθ. αόρ. φθάρθηκα και φθάρηκα, απαρέμφ. φθαρθεί και φθαρεί, μππ. φθαρμένος : καταστρέφω κτ. ή κπ. σιγά σιγά, σταδιακά, βαθμιαία. 1α. προξενώ υλική βλάβη, ζημιά: Tο κάπνισμα / το ποτό / το ξενύχτι / οι καταχρήσεις φθείρουν την υγεία. β. προξενώ διάβρωση, τρώω: H σκουριά / τα άλατα φθείρουν τα μέταλλα. 2. (για πρόσ.) χάνω σιγά σιγά το κύρος, τη φήμη, τη θετική γνώμη, μειώνομαι: H εξουσία φθείρει. H κυβέρνηση φθάρηκε από λαθεμένες ενέργειες / από τη μακροχρόνια παραμονή της στην εξουσία. 3. (μτφ.) προξενώ ηθική, πνευματική βλάβη: Οι κακές συναναστροφές φθείρουν τα (χρηστά) ήθη. 4α. κάνω κτ. να παλιώσει, να λιώσει, να τριφτεί, να χαλάσει εξαιτίας μακροχρόνιας, συνεχούς ή κακής χρήσης: Φθάρθηκαν τα ρούχα / τα χαλιά / τα πουκάμισα. Φθαρμένες σόλες παπουτσιών. Mην κυκλοφορείτε με φθαρμένα ελαστικά, είναι επικίνδυνο. β. χάνω το κύρος, τη σημασία, τη δύναμή μου: Έχουν φθαρεί πια οι λέξεις / οι έννοιες / οι θεσμοί. Φθαρμένες αξίες και ιδανικά.

[λόγ. < αρχ. φθείρω]

φυτοφθείρες οι [fitofθíres] Ο25 : οι φυτόψειρες.

[λόγ. φυτο- + φθείρες (δες ψείρα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go