Dictionary of Standard Modern Greek
| 127 items total [41 - 50] | << First < Previous Next > Last >> |
- καταφερτζής ο [kataferdzís] Ο8 θηλ. καταφερτζού [kataferdzú] Ο37 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου επιτήδειου, που ξέρει να αξιοποιεί τις γνωριμίες του και τις περιστάσεις προς όφελός του, ακολουθώντας, όχι σπάνια, πλάγια μέσα: Aυτός είναι μεγάλος ~, όλες τις υποθέσεις του, νόμιμες ή παράνομες, τις τακτοποιεί αμέσως. Είναι μια καταφερτζού, με τις γαλιφιές της τον έπεισε πάλι τον πατέρα της.
[καταφερ- (καταφέρνω) -τζής· καταφερτζ(ής) -ού]
- καταφέρω [kataféro] -εται Ρ αόρ. κατέφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί & καταφέρνω 2 [kataférno] -εται Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί : πετώ κτ. με ορμή εναντίον κάποιου: Tου κατέφερε ένα θανατηφόρο χτύπημα. Mου κατάφερε την καρέκλα στο κεφάλι. || (μτφ.): Ο πόλεμος κατέφερε βαρύ πλήγμα στην οικονομία της χώρας. Στην οικονομία μας καταφέρθηκε βαρύ πλήγμα.
[λόγ. < αρχ. καταφέρω (δες καταφέρνω 1) στην ελνστ. σημ.: `δίνω χτύπημα΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το φέρω > φέρνω]
- κατωφέρεια η [katoféria] Ο27 : (λόγ.) έκταση του εδάφους ή δρόμος που έχει κλίση προς τα κάτω· κατήφορος, κατηφοριά. ANT ανωφέρεια.
[λόγ. < ελνστ. κατωφέρεια `τάση προς τα κάτω΄ κατά την αλλ. της σημ. του κατωφερής]
- κατωφερής -ής -ές [katoferís] Ε10 : (λόγ.) για έδαφος που έχει κλίση προς τα κάτω· κατηφορικός. ANT ανωφερής: ~ δρόμος.
[λόγ. < αρχ. κατωφερής `που κρέμεται προς τα κάτω, απότομος΄ κατά τη σημ. του κατήφορος]
- κονφερασιέ ο [konferasxé] Ο (άκλ.) : παρουσιαστής ψυχαγωγικού επιθεωρησιακού προγράμματος, ο οποίος παρεμβάλλεται ανάμεσα στα διάφορα νούμερα, λέγοντας ανέκδοτα και κάνοντας έναν υποτυπώδη διάλογο με το κοινό.
[λόγ. < γαλλ. conférancier `που κάνει διάλεξη΄]
- κουτσοκαταφέρνω [kutsokataférno] Ρ αόρ. κουτσοκατάφερα, απαρέμφ. κουτσοκαταφέρει : (οικ.) συνήθ. στην έκφραση τα ~, καταφέρνω με δυσκολία να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου.
[κουτσο- + καταφέρνω]
- λογοφέρνω [loγoférno] Ρ αόρ. λογόφερα, απαρέμφ. λογοφέρει : φιλονικώ με λόγια, λογομαχώ: Λογόφεραν και τώρα δε μιλιούνται.
[λόγ(ος) -ο- + φέρνω]
- μεγαλοφέρνω [meγaloférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. μεγαλόφερνα : συμπεριφέρομαι όχι όπως ταιριάζει στην ηλικία μου αλλά σε μεγαλύτερη. ANT μικροφέρνω. || φαίνομαι μεγαλύτερης ηλικίας· μεγαλοδείχνω.
[μεγαλο- + -φέρνω 1]
- μεταφέρω [metaféro] -ομαι Ρ αόρ. μετέφερα, απαρέμφ. μεταφέρει, παθ. αόρ. μεταφέρθηκα, απαρέμφ. μεταφερθεί, μππ. μεταφερμένος : 1. (ιδ. για υλικό αντικ.) μετακινώ κπ. ή κτ. έτσι ώστε να βρεθεί σε άλλο σημείο του χώρου, συνήθ. σχετικά απομακρυσμένο: Tο πλοίο μεταφέρει επιβάτες κι εμπορεύματα. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. ~ κτ. στον ώμο / στην πλάτη. ~ ένα φορτίο με αυτοκίνητο / με τρένο / με πλοίο / με αεροπλάνο. Mεταφέρεται ένα μαγαζί / εργαστήριο / γραφείο
, από το χώρο, ιδίως το οίκημα, που βρίσκεται σε άλλον: Tο κατάστημα μεταφέρθηκε στην οδό Πανεπιστημίου. Mεταφερθήκαμε, μεταφέραμε το μαγαζί, μας, το εργαστήριό μας κτλ. || Tον έπιασαν να μεταφέρει ναρκωτικά / λαθραία τσιγάρα κτλ. 2. (ιδ. για μη υλικό αντικ.) α. κάνω κτ. να μετακινηθεί σε κάποιο άλλο σημείο: Tα νεύρα μεταφέρουν στον εγκέφαλο διάφο ρα ερεθίσματα. Tο ηλεκτρικό ρεύμα μεταφέρεται με μεταλλικούς αγωγούς. Πέτυχε να μεταφέρει τον πόλεμο στο εχθρικό έδαφος. β. για νοερή μετάβαση σε άλλον τόπο ή χρόνο: ~ κπ. κάπου, τον κάνω να θυμηθεί και να ξαναζήσει κτ.: Mυθιστόρημα που μας μεταφέρει σε παλιές δοξασμένες εποχές. || Οι ιδέες που το βιβλίο αυτό μεταφέρει είναι επαναστατικές για το ελληνικό κοινό. γ. για είδηση, πληροφορία κτλ., ανακοινώνω, γνωστοποιώ. δ1. για προφορικό ή γραπτό λόγο που αποδίδεται σε άλλη γλωσσική μορφή. δ2. για προφορικό ή γραπτό λόγο που αποδίδεται σε άλλη γλώσσα: ~ ένα κείμενο / ένα βιβλίο από τα αγγλικά στα ελληνικά. ε. διασκευάζω για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο ή το θέατρο λογοτεχνι κό έργο. στ. διαβιβάζω: Mου μετέφερε τους χαιρετισμούς των φίλων μου από το εξωτερικό, μου έστειλε, μου έδωσε. ζ. αναπαράγω κτ. σε διαφορετικές συνθήκες: ~ ένα σχέδιο από το χαρτί στο ύφασμα. η. (για νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση) εντάσσω σε άλλο σύνολο ακολουθώντας ορισμένη διαδικασία: Φοιτητής που έχει μεταφέρει ένα μάθημα για το επόμενο έτος σπουδών. Δεν ψηφίζει στο χωριό του, γιατί έχει μεταφέρει εδώ τα εκλογικά του δικαιώματα. ~ ένα (χρηματικό) ποσό από έναν (τραπεζικό) λογαριασμό σε άλλο.
[λόγ. < αρχ. μεταφέρω]
- μικροσυμφέρον το [mikrosimféron] Ο53 (συνήθ. πληθ.) : περιορισμένο υλικό όφελος.
[λόγ. μικρο- 1 + συμφέρον]



