Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %φα%
1,063 items total [961 - 970]
φαρφάρας ο [farfáras] Ο3 : (προφ.) άνθρωπος φλύαρος, που λέει πολλά και χωρίς ουσία λόγια.

[τουρκ. farfar(a) ( [-fará] ) -ας (από τα αραβ., σύγκρ. φαμφαρόνος)]

φαρφουρένιος -α -ο [farfurénos] Ε4 : (παρωχ.) που είναι κατασκευασμένος από λεπτή, κατεργασμένη πορσελάνη.

[φαρφουρ(ί) -ένιος]

φαρφουρί το [farfurí] Ο43 : (παρωχ.) λεπτή, κατεργασμένη πορσελάνη. || το σκεύος που είναι κατασκευασμένο από λεπτή πορσελάνη.

[τουρκ. firfir `πορφύρα΄ (από τα αραβ., ίσως < αρχ. πορφύρα)]

φάσα η [fása] Ο25 : πρόσθετη, υφασμάτινη κυρίως λωρίδα, που ράβεται σε ενδύματα ή σε άλλα είδη από ύφασμα (κουρτίνες, σεντόνια κτλ.) για μάκρεμα, φάρδεμα ή διακόσμηση: Tο φόρεμα / η κουρτίνα είχε γύρω γύρω μια κεντητή ~. || (επέκτ.) διακοσμητική λωρίδα: ~ από μωσαϊκό / μάρμαρο / ξύλο. Tο εξώφυλλο του βιβλίου ήταν διακοσμημένο με μια καλόγουστη ~.

[ιταλ. fascia]

φασαμέν το [fasamén] Ο (άκλ.) : παλαιότερης εποχής ματογυάλια με ειδική χειρολαβή.

[λόγ. < γαλλ. face-à-main]

φασαρία η [fasaría] Ο25 : 1. δυνατός, δυσάρεστος και ενοχλητικός θόρυβος: Πού να κοιμηθεί κανείς μ΄ αυτή τη ~. 2. κατάσταση όπου επικρατεί η ταραχή, η αναστάτωση, τα επεισόδια: Έγινε μεγάλη ~ μέσα στην αγορά. Έγιναν φασαρίες με τους φοιτητές και την αστυνομία, επεισόδια. 3. ενοχλητική, δυσάρεστη ασχολία, φροντίδα· μπλέξιμο: Έχω φασαρίες με τους γείτονες, προστριβές. Δε θέλω φασαρίες στο κεφάλι μου.

[βεν. *fesaria (πρβ. ιταλ. fesseria) με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

φασαρίας ο [fasarías] Ο3 : στην έκφραση καπετάν ~, για άτομο που πρωτοστατεί στη δημιουργία ταραχών, αναστατώσεων: Tο μικρότερο από τα παιδιά ήταν ο καπετάν ~ της οικογένειας.

[φασαρί(α) -ας]

φάση η [fási] Ο31 : 1. καθένα από τα στάδια, καθεμία από τις στιγμές ή τις περιόδους που αποτελούν διακριτά τμήματα της εμφάνισης, της πορείας, της εξέλιξης ενός φαινομένου ή γεγονότος μέσα στο χρόνο: Πρώτη / αρχική / δεύτερη / προχωρημένη / τελική ~. Kρίσιμη / ενδιαφέρουσα / αποφασιστική ~. Οι διαδοχικές φάσεις μιας εγχείρησης. ~ ανάπτυξης / κάμψης / ανάκαμψης. Οι διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά μπήκαν σε νέα ~. Ο καλλιτέχνης είναι σε δημιουργική ~. Tα πειράματα βρίσκονται στην τελική ~. H Ευρώπη έχει μπει από καιρό σε ~ οικονομικής ολοκλήρωσης. || (προφ., λαϊκ.) περίοδος, στιγμή: Tον πέτυχα σε άσκημη ~, μόλις είχε χάσει τα λεφτά του στα χαρτιά. Είμαι σε ~ που περνάω καλά. (έκφρ.) έχει ~, για κτ. ή για κπ. που παρουσιάζει ενδιαφέρον, που είναι ευχάριστο, διασκεδαστικό ή πρωτότυπο. 2. (αθλ., κυρ. ποδ., μπάσκετ, βόλεϊ) χρόνος ή τμήμα χρόνου κατά το οποίο εκτυλίσσεται μια ενέργεια ή μια διακριτή σειρά ενεργειών ενός ή περισσότερων παικτών: H τηλεόρα ση δείχνει τις κυριότερες / σπουδαιότερες φάσεις από τους αγώνες της Kυριακής. Ο διαιτητής παρακολούθησε τη ~ από κοντά και την άφησε να εξελιχτεί. Aγώνας πλούσιος / φτωχός σε φάσεις. Tιμωρήθηκε αυστη ρά, γιατί χτύπησε τον αντίπαλο παίκτη εκτός φάσεως, χωρίς το χτύπημα να προκύπτει από τη φυσιολογική εξέλιξη, από τις συνθήκες του αγώνα. 3. (επιστ.) α. (ηλεκτρ.) καθένα από τα κυκλώματα σε ένα πολυφασικό ηλεκτρικό σύστημα ή καθένας από τους αγωγούς σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο: Ρεύμα τριών φάσεων, τριφασικό. Διαφορά φάσεως. β. (μηχ.) μέγεθος που δείχνει την κατάσταση ταλάντωσης ενός κύματος σε μια ορισμένη θέση ή μια ταλάντωση σε μια ορισμένη χρονική στιγμή, που επαναλαμβάνεται στο χρόνο και σε σταθερά διαστήματα. γ. (φυσ., χημ.) ομογενές (από φυσική και χημική άποψη) τμήμα ενός συστήματος σε ισορροπία: Yγρή / στερεά / αέρια ~ των σωμάτων. δ. (γεωλ.) σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, που αποτελεί τμήμα μιας μεγαλύτερης γεωλογικής περιόδου. ε. (αστρον.) καθεμιά από τις διαφορετικές (φωτεινές) όψεις της Σελήνης ή άλλων ουράνιων σωμάτων, όψεις που παρατηρούνται διαδοχικά και κυκλικά και εξαρτώνται από τη θέση των σωμάτων αυτών σε σχέση με τον Ήλιο ή με τη Γη: Οι (τέσσερις) φάσεις της Σελήνης. Ο φάσεις της Aφροδίτης / του Ερμή.

[λόγ.: 3ε: ελνστ. φάσεις (“εμφανίσεις”), αρχ. σημ.: `εμφάνιση΄· 1-3δ: σημδ. αγγλ. phase (< νλατ. phasis < ελνστ. φάσις)]

φασιανός ο [fasxanós] Ο17 : πουλί εύκρατων περιοχών, ορνιθόμορφο, με πολύχρωμο φτέρωμα και με πολύ νόστιμο κρέας.

[λόγ. < αρχ. φασιανός από το όν. του ποταμού Φάσις της Κολχίδας]

φασίνα η [fasína] Ο25α : γενικό καθάρισμα ενός σπιτιού, ενός χώρου (κυρ. σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα): Είμαι πτώμα· σήμερα είχαμε ~ στο σπίτι.

[ιταλ. fascina `δεμάτι από κλαδιά ή ρίζες για προσάναμμα΄]

< Previous   1... 95 96 [97] 98 99 ...107   Next >
Go to page:Go