Dictionary of Standard Modern Greek
| 75 items total [41 - 50] | << First < Previous Next > Last >> |
- πετυχημένος -η -ο [petiximénos] Ε3 : 1. που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο που έχει αναλάβει και στο οποίο έχει αφοσιωθεί· επιτυχημένος: ~ γιατρός / επιχειρηματίας. Είναι μια πετυχημένη μητέρα. || Είναι πολύ ~ κοινωνικά. 2. του οποίου η έκβαση είναι επιθυμητή, που έχει στεφθεί από επιτυχία: Πετυχημένη παράσταση / διαφήμιση / διακόσμηση. Πολύ πετυχημένο το γλυκό / το φόρεμα. 3. για έξυπνη ή σωστή ενέργεια, που γίνεται την κατάλληλη στιγμή: Πετυχημένη κίνηση. Πετυχημένο κόλπο. || Πετυχημένη απάντηση.
πετυχημένα ΕΠIΡΡ. [μππ. του πετυχαίνω]
- πολύπτυχος -η -ο [políptixos] Ε5 : 1. που έχει, που παρουσιάζει πολλές πτυχές, πτυχώσεις: ~ χιτώνας. 2. (μτφ.) που έχει πολλές όψεις, σύνθετος, πολύπλευρος: Πολύπτυχο ζήτημα. 3. (ως ουσ.) το πολύπτυχο, κτ. που αποτελείται από πολλές επιφάνειες, που συνήθ. συνδέονται μεταξύ τους (διπλώνουν) κατά τη μια πλευρά. α. έντυπο που διπλώνει πολλές φορές: Διαφημιστικό πολύπτυχο. || ειδικό ταξιδιωτικό έγγραφο που συνοδεύει οχήματα σε ταξίδια στο εξωτερικό. β. ζωγραφική σύνθεση αναπτυγμένη σε πολλές επιφάνειες (πίνακες). γ. (μτφ.) για κτ. που είναι σύνθετο, με πολλές όψεις, πτυχές, πλευρές: Οι διάφορες όψεις του προβλήματος συνθέτουν ένα πολύπτυχο.
[λόγ. < αρχ. πολύπτυχος (3β: κατά τα δίπτυχο, τρίπτυχο)]
- προπτυχιακός -ή -ό [proptixiakós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τις σπουδές πριν από τη λήψη του βασικού πτυχίου: Προπτυχιακές σπουδές. β. που έχει σχέση με τις προπτυχιακές σπουδές: ~ φοιτητής. γ. (ως ουσ.) ο προπτυχιακός, αυτός που κάνει προπτυχιακές σπουδές.
[λόγ. προ- πτυχί(ον) -ακός]
- προστυχάντζα η [prostixándza] Ο25α : (λαϊκ.) χαρακτηρισμός: α. για άνθρωπο πρόστυχο, χυδαίο. β. για κτ. που είναι πολύ κακής ποιότητας και πολύ κακού γούστου.
[πρόστυχ(ος) -άντζα]
- προστυχεύω [prostixévo] Ρ5.2α & προστυχαίνω [prostixéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : κάνω κπ. ή κτ. πρόστυχο. 1α. για εξωτερική εμφάνιση ή για συμπεριφορά που κάνει κπ. να φαίνεται πρόστυχος, άσεμνος ή χυδαίος: Aυτό το φανταχτερό ντύσιμο / το προκλητικό περπάτημα την προστυχαίνει πολύ. || Tα πολλά ψεύτικα κοσμήματα την προστυχαίνουν, για εμφάνιση κακόγουστη, χωρίς διακριτική κομψότητα. β. γίνομαι πρόστυχος, άσεμνος ή χυδαίος: Όταν μπεις σ΄ αυτό το κύκλωμα και καλός να είσαι προστυχεύεις. 2α. φτιάχνω κτ. με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ευτελές και κακόγουστο: Tα χρυσά κρόσια τα προστυχαίνουν τα έπιπλά σου. || (παρωχ.) χαλώ την ποιότητα (ενός προϊόντος): Tα προστύχεψε πολύ τα παπούτσια του αυτό το εργοστάσιο. β. για κτ. που φαίνεται κακόγουστο ή που χάνει την καλή ποιότητά του.
[πρόστυχ(ος) -εύω, -αίνω]
- προστυχιά η [prostixá] Ο24 : α. η ιδιότητα του πρόστυχου, χυδαιότητα ή ανηθικότητα: Δεν ανέχομαι την ~ του. β. ενέργεια ή συμπεριφορά πρόστυχου ανθρώπου: Aυτό που έκανες, να του γυρίσεις την πλάτη ενώ εκείνος σου μιλούσε, ήταν μεγάλη ~. Έμαθε όλος ο κόσμος τις προστυχιές της.
[πρόστυχ(ος) -ιά]
- προστυχοδουλειά η [prostixoδulá] Ο24 : (προφ.) πρόστυχη ανθρώπινη ενέργεια.
[πρόστυχ(ος) -ο- + δουλειά]
- προστυχόλογα τα [prostixóloγa] Ο41 : (οικ.) λέξεις ή εκφράσεις πρόστυχες (χυδαίες ή άσεμνες).
[πρόστυχ(ος) -ο- + -λογα, πληθ. του -λογο]
- πρόστυχος -η -ο [próstixos] Ε5 : 1α1. για άνθρωπο που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο, που είναι χυδαίος. α2. για κπ. του οποίου η σεξουαλική συμπεριφορά ξεπερνά τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού. || (ως ουσ., παρωχ.) η πρόστυχη, πόρνη. β1. για ενέργεια ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από χυδαιότητα, από έλλειψη ευπρέπειας και σεβασμού για την προσωπικότητα των άλλων: Aυτό που μου έκανε ήταν πολύ πρόστυχο, προστυχιάβ. β2. για κτ. που θεωρείται ανήθικο, στο σεξουαλικό τομέα· άσεμνος·: Πρόστυχα αστεία. Πρόστυχα λόγια, προστυχόλογα. Πρόστυχες χειρονομίες. Πρόστυχο ντύσιμο. 2. (προφ.) για κτ. που είναι πολύ μικρής αξίας και επομένως και πολύ κακής ποιότητας: Πρόστυχο ύφασμα. Πρόστυχα παπούτσια / έπιπλα.
πρόστυχα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~. Είναι ντυμένη ~. [αρχ. προστυχ(ής) `που σχετίζεται κατά τύχη΄ μεταπλ. -ος και άνοδος του τόνου κατά τα σύνθετα (πρβ. αρχ. ὁ προστυγχάνων `ο πρώτος τυχόντας΄)]
- προστυχόφατσα η [prostixófatsa] Ο27α : (λαϊκ.) για άνθρωπο που, από τη φυσιογνωμία του, φαίνεται ότι είναι πρόστυχος.
[πρόστυχ(ος) -ο- + φάτσα]



