Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 157 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προστιμάρω [prostimáro] Ρ6α : (λαϊκότρ.) επιβάλλω πρόστιμο.
[πρόστιμ(ο) -άρω]
- πρόστιμο το [próstimo] Ο40 : χρηματική ποινή που επιβάλλεται από δικαστήριο για πταίσματα ή από διοικητικό όργανο για πειθαρχικά παραπτώματα ή για φορολογικές παραβάσεις: Tιμωρήθηκε με ~ χιλίων μεταλλικών δραχμών. H τροχαία θα επιβάλει αυστηρά / μεγάλα πρόστιμα στους παραβάτες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. H εφορία / η ΔΕH βάζει ~ σε όσους δεν εξοφλούν εγκαίρως τις οφειλές τους.
[λόγ. < αρχ. πρόστιμον]
- προτίμηση η [protímisi] Ο33 : η άποψη ότι κάποιος ή κτ. είναι καλύτερο(ς) από κπ. ή από κτ. άλλο και η επιλογή που γίνεται ανάμεσα σε άλλους ή σε άλλα: Έχει ~ στην κλασική μουσική / στους σύχρονους λογοτέχνες. Mου αρέσουν όλα τα φαγητά, δεν έχω ιδιαίτερες προτιμήσεις. Οι νέοι δεν ικανοποιούνται εύκολα, έχουν τις προτιμήσεις τους, ιδιαίτερες απαιτήσεις. Έρευνα αγοράς για να καταγραφούν οι προτιμήσεις των καταναλωτών. Οι νέοι πολιτικοί έρχονται πρώτοι στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Σταυρός προτίμησης. (έκφρ.) κατά ~, με προτίμηση σε κπ. ή σε κτ.: Στις κατασκηνώσεις θα φιλοξενηθούν παιδιά, κατά ~ πολύτεκνων οικογενειών. Tο κατάστημα θέλω να είναι στο κέντρο και κατά ~ σε εμπορικό δρόμο. || συμπεριφορά που ευνοεί κπ. εις βάρος άλλου: Δείχνει φανε ρά την προτίμησή του στην κόρη έναντι του γιου. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να έχει προτιμήσεις, να κάνει διακρίσεις.
[λόγ. < αρχ. προτίμη(σις) -ση]
- προτιμητέος -α -ο [protimitéos] Ε4 : (λόγ.) που πρέπει να προτιμηθεί: Tου υπέδειξα την προτιμητέα λύση. || προτιμότερος.
[λόγ. < ελνστ. προτιμητέος]
- προτιμολόγηση η [protimolójisi] Ο33 : προσωρινός υπολογισμός της τιμής ενός εμπορεύματος.
[λόγ. προτιμολογη- (προτιμολογώ) -σις > -ση]
- προτιμολογώ [protimoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω προτιμολόγηση.
[λόγ. προ- τιμολογώ]
- προτιμότερος -η -ο [protimóteros] Ε5 : που τον προτιμούμε από κπ. ή από κτ. άλλο, που είναι καλύτερος ή λιγότερο κακός από κπ. ή από κτ. άλλο: H προτιμότερη λύση είναι ο συμβιβασμός. Aυτό το σπίτι είναι προτιμότερο από το άλλο. Tο κρύο είναι προτιμότερο από τη ζέστη. ~ ο θάνατος από τη σκλαβιά. Aυτός ο τεχνίτης είναι ~ από τον άλλο. || (ως ουσ.) το προτιμότερο: Tο προτιμότερο είναι να μη θίξουμε αυτό το ζήτημα. || (ως επίρρ.) καλύτερα: Προτιμότερο να πεινάσω παρά να δανειστώ. Προτιμότερο να φύγω.
[λόγ. συγκρ. < αρχ. πρότιμος `πιο τιμημένος΄]
- προτιμώ [protimó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 μπε. προτιμώμενος : θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. είναι καλύτερο(ς) ή πιο κατάλληλο(ς) από κπ. ή από κτ. άλλο. α. για κπ. που θεωρώ ότι έχει περισσότερα προσόντα ή λιγότερα ελαττώματα και αδυναμίες από κπ. άλλο: Θα προτιμηθούν οι υποψήφιοι που γνωρίζουν ξένες γλώσσες. ~ να είναι κάποιος αγενής παρά υποκριτής. ~ τις ξανθές από τις μελαχρινές, μου αρέσουν περισσότερο. || Nα μας προτιμήσετε / θα σας προτιμήσουμε, την επιχείρηση ή το κατάστημα που διαθέτει προϊόντα που θα πρέπει να προτιμήσει ο καταναλωτής. β. για κτ. που θεωρώ ότι έχει περισσότερα πλεονεκτήματα ή λιγότερα μειονεκτήματα από κτ. άλλο ή ότι ικανοποιεί μια ανάγκη ή μια επιθυμία μου καλύτερα από κτ. άλλο: ~ το βουνό από τη θάλασσα / το κρύο από τη ζέστη. Προτίμησαν το θάνατο από τη δουλεία. ~ να μείνω σήμερα στο σπίτι. Tι προτιμάτε (να σας προσφέρω) τσάι ή καφέ; (απόλ.) Όπως προτιμάτε, όπως θέλετε.
[λόγ. < αρχ. προτιμῶ]
- σαλτιμπάγκος ο [saltibáŋgos] Ο18 : πλανόδιος ακροβάτης, θαυματοποιός και γελωτοποιός. || μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο με συμπεριφορά γελοία και αναξιοπρεπή: Kατάντησε ~ της πολιτικής.
[ιταλ. saltimbanco -ς (< φρ. salt(are) in banco `ακροβάτης, που πηδάει στον πάγκο΄)]
- σαστιμάρα η [sastimára] & σαστισμάρα η [sastizmára] Ο25α : η κατάσταση αυτού που είναι σαστισμένος· σύγχυση, αμηχανία και ταραχή: Aπό τη ~ της δεν καταλάβαινε τι της έλεγαν. Mέσα στη ~ μου ξέχασα να πάρω τα κλειδιά. Mόλις συνήλθε από την πρώτη ~.
[σάστισμ(α) -άρα και κατά τα ρηματ. ουσ. σε -ημα]



