Dictionary of Standard Modern Greek
| 234 items total [121 - 130] | << First < Previous Next > Last >> |
- ντελάλης ο [delális] & τελάλης ο [telális] Ο11 : αυτός που ανακοίνωνε φωναχτά στους δρόμους αποφάσεις ή διαταγές της διοίκησης ή άλλα γεγονότα που αφορούσαν τους κατοίκους ενός τόπου: Οι προεστοί έβαλαν ντελάληδες να διαλαλήσουν τον ερχομό των Tούρκων. ΦΡ βγάζω ντελάλη, κοινολογώ κτ. που θα έπρεπε να το κρατήσω μυστικό: Δεν μπορείς να του εμπιστευτείς τίποτε, γιατί θα βγάλει αμέσως ντελάλη.
[τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν. τελάλισσα) < τουρκ. tellâl (από τα αραβ.) -ης· ντελ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ]
- ντελβές ο [delvés] Ο13 : (οικ.) το κατακάθι του καφέ.
[τουρκ. telve -ς με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ]
- ντελικάτος -η -ο [delikátos] Ε3 : 1α.που είναι λεπτοκαμωμένος και έχει ιδιαίτερη χάρη: H γυναίκα είναι ντελικάτο πλάσμα. Nτελικάτο σώμα. Nτελικάτα χέρια / δάκτυλα. Φίνος και ~. β. που η λεπτή φυσική κατασκευή του τον κάνει ευαίσθητο στις αρρώστιες ή στις αντίξοες εξωτερικές συνθήκες: Είναι πολύ ντελικάτο παιδί και δεν αντέχει στις ταλαιπωρίες. H γαρδένια είναι ντελικάτο λουλούδι. 2. που έχει λεπτούς τρόπους και μια ιδιαίτερη ευαισθησία στις σχέσεις του με τους άλλους: Είναι ένας ευγενικός και ~ άνθρωπος.
[μσν. ντελικάτος < ιταλ. delicato -ς]
- ντελίριο το [delírio] Ο41 : α.(οικ.) παραλήρημα1. β. ψυχική κατάσταση κατά την οποία κυριαρχούν πολύ έντονα συναισθήματα που οδηγούν τον άνθρωπο σε έξαλλη συμπεριφορά: Tον έπιασε ~ μόλις άκουσε την επιτυχία του ανταγωνιστή του. || (ειδικότ.) έξαλλος ενθουσιασμός του πλήθους· παραλήρημα3.
[ιταλ. delirio]
- ντεραπάρισμα το [derapárizma] & ντελαπάρισμα το [delapárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ντεραπάρω.
[ντεραπαρισ- (ντεραπάρω), ντελαπαρισ- (ντελαπάρω) -μα]
- ντεραπάρω [derapáro] Ρ6α μππ. ντεραπαρισμένος & ντελαπάρω [delapá ro] Ρ6α μππ. ντελαπαρισμένος : για αυτοκίνητο, δίκυκλο κτλ., που οι ρόδες του γλιστρούν στο δρόμο και το κάνουν να φεύγει από την πορεία του: Εξαιτίας της βροχής ντεραπάρισε το αυτοκίνητο. || Nτεραπάραμε, για επιβάτες αυτοκινήτου που ντεραπάρισε.
[ιταλ. derapar(e) (< γαλλ. déraper) -ω· ανομ. υγρών συμφ. [r-r > l-r] ]
- ντερμπεντέρης ο [derbedéris] Ο11 θηλ. ντερμπεντέρισσα [derbedérisa] Ο27α & ντελμπεντέρης ο [delbedéris] Ο11 θηλ. ντελμπεντέρισσα [delbe dérisa] Ο27α : (λαϊκ.) άνθρωπος σωστός στις σχέσεις του και στη συμπεριφορά του μαζί και ανοιχτόκαρδος και αξιαγάπητος.
[τουρκ. derbeder `αλήτης΄ -ης· ανομ. υγρών συμφ. [r-r > l-r] · ντερμπεντέρ(ης), ντελμπεντέ ρ(ης) -ισσα]
- ντερμπεντέρικος -η -ο [derbedérikos] & ντελμπεντέρικος -η -ο [delbedé rikos] Ε5 : (λαϊκ.) που ταιριάζει στον ντερμπεντέρη.
ντερμπεντέρικα & ντελμπεντέρικα ΕΠIΡΡ τίμια, καθώς πρέπει. [ντερμπεντέρ(ης), ντελμπεντέρ(ης) -ικος]
- ξαποστέλνω [ksapostélno] Ρ αόρ. ξαπόστειλα και ξαπέστειλα, απαρέμφ. ξαποστείλει : διώχνω κπ. ή σπανιότερα κτ. μακριά από μένα, συνήθ. με τρόπο βίαιο και απότομο· ξεφορτώνομαι κπ. ή κτ. που το(ν) θεωρώ ενοχλητικό: Θα σε ξαποστείλω από εκεί που ήρθες. Kοίταξε να τον ξαποστείλεις μια ώρα αρχύτερα.
[μσν. ξαποστέλλω κατά το στέλλω > στέλνω < ελνστ. ἐξαποστέλλω `αποστέλλω, διώχνω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (αρχ. ἐξαποστέλλομαι)]
- ξεφτιλίζω [kseftilízo] -ομαι & ξεφτελίζω [kseftelízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(οικ., για πργ.) εξευτελίζω. || (για την αγοραστική αξία): Ξεφτιλίστηκε το νόμισμα. 2. (για πρόσ.) προσβάλλω σε μεγάλο βαθμό την υπόληψη κάποιου: Tον ξεφτέλισε μπροστά σε κόσμο. || (υβρ.) για πρόσωπο, τιποτένιος: Ξεφτιλισμένος άνθρωπος. Σκάσε, ρε ξεφτιλισμένε! || (μειωτ.) για πράγμα: A το ξεφτιλισμένο, χάλασε!
[< ξεφιτιλίζω (συγκ. του άτ. [i] ) `βγάζω το φιτί λι απ΄ το λυχνάρι΄ < ξε- φιτίλ(ι) -ίζω· συμφυρ. εξευτελίζω & ξεφτιλίζω]



