Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %τελ%
234 εγγραφές [111 - 120]
μοντέλο το [modélo] Ο39 : 1. κάθε πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια κτλ. που χρησιμοποιείται ως δείγμα για να δημιουργηθεί κτ. καινούριο: Tο ~ ενός καλλιτέχνη, για πρόσωπο ή για πράγμα που αυτός αναπαράγει καλλιτεχνικά. Kοπέλα που ποζάρει για ~ σε γλύπτη / σε ζωγράφο. Γυμνό ~. || πρότυπο: Οικογενειακό ~. Σύγχρονα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης. Kομμουνιστικά κόμματα που δέχονται / αρνούνται το σοβιετικό ~. || υπόδειγμα: Προβάλλω / παίρνω κπ. ως ~. 2. κάθε νέα σειρά προϊόντων, ιδίως βιομηχανικών ή βιοτεχνικών, που έχουν κοινά χαρακτηριστικά: Tο νέο / τελευταίο ~ μιας βιομηχανίας αυτοκινήτων. Tα νέα μοντέλα της καλοκαιρινής μόδας, για ρούχα. 3. γυναίκα ή άνδρας που έχει ως επάγγελμα να παρουσιάζει νέες δημιουργίες συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας: H παρουσίαση της κολεξιόν έκλεισε με το διάσημο ~ ντυμένο νύφη. μοντελάκι το YΠΟKΟΡ 1. για ρούχο: Φορούσε ένα ωραίο ~. 2. για κομψό άνθρωπο: Σκέτο ~ είσαι σήμερα.

[ιταλ. modello]

μοτέλ το [motél] Ο (άκλ.) : είδος ξενοδοχείου που βρίσκεται κατά μήκος των μεγάλων αυτοκινητόδρομων και εξυπηρετεί τους περαστικούς ταξιδιώτες: Σταματήσαμε σ΄ ένα ~ για καφέ. Δωμάτιο σε ~.

[λόγ. < αγγλ. motel]

μπαγκατέλα η [bagatéla] & μπαχατέλα η [baxatéla] Ο25α : (λαϊκ.) χαρακτηρισμός για κάθε: α. παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. β. (μειωτ.) για γυναίκα μεγάλης ηλικίας, άχαρη ή δυσκίνητη.

[ιταλ. bagattella· [g > x] ;]

μπορντέλο το [bordélo] & μπουρδέλο το [burδélo] Ο39 : (λαϊκ.) οίκος ανοχής, πορνείο. ΦΡ είναι / έγινε κτ. ~, επικρατεί σ΄ αυτό μεγάλη ακαταστασία.

[-ρδ-: μσν. μπουρδέλο < *μπορδέλο ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < βεν. bordelo (< γαλλ. bordel)· -ρντ-: αναδαν. από το λαϊκό ιταλ. bordello ή από επίδρ. του γαλλ. bordel]

μπρετέλα η [bretéla] Ο25 : λεπτή γυναικεία τιράντα ιδίως εσώρουχου: Ελαστικές / μεταξωτές μπρετέλες.

[ιταλ. bretella ή γαλλ. bretell(e) ]

μπροστέλα η [brostéla] & μπροστινέλα η [brostinéla] Ο25α : (παρωχ.) ποδιά ή σαλιαρίστρα.

[μσν. μπροστέλα < εμπροστέλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά) -έλα (ιταλ. υποκορ. επίθημα) ή < σλαβ. *prestela (πρβ. βουλγ. prestilka `ποδιά΄) παρετυμ. μπροστά· παρετυμ. μπροστινός]

νομοτέλεια η [nomotélia] Ο27 : η λειτουργία ενός φαινομένου σύμφωνα με ορισμένους σταθερούς νόμους: H ~ των φυσικών / κοινωνικών / ιστορικών φαινομένων.

[λόγ. νομο- 1 + τέλ(ος) -εια]

νομοτελειακός -ή -ό [nomoteliakós] Ε1 : που τον διέπει η νομοτέλεια: Ο ~ χαρακτήρας της ιστορίας. νομοτελειακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. νομοτέλει(α) -ακός]

νομοτελεστικός -ή -ό [nomotelestikós] Ε1 : (νομ.) που αναφέρεται στην εκτέλεση νόμου. || (ως ουσ.) το νομοτελεστικό, η εκτελεστική εξουσία κατά την επανάσταση του 1821.

[λόγ. νομο- 1 + αρχ. τελεστικός `κατάλληλος για εκπλήρωση΄ μτφρδ. γαλλ. pouvoir exécutif]

νταντελένιος -α -ο [dantelénos & dandelénos] Ε4 : (προφ.) δαντελένιος.

[νταντέλ(α) -ένιος]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...24   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες