Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 66 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σοφάρισμα το [sofárizma] Ο49 : (προφ., λαϊκ.) οδήγηση αυτοκινήτου.
[σοφάρ(ω) -ισμα]
- σοφάρω [sofáro] Ρ6α : (προφ., λαϊκ.) οδηγώ αυτοκίνητο: Έμαθε μικρός να σοφάρει.
[σοφέρ -άρω με απλολ. [erar > ar] ]
- σοφάς ο [sofás] Ο1 : 1. είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ, συνήθ. χτιστού, για περισσότερα από ένα πρόσωπα· μιντέρι. 2. (σε παλιές ή παραδοσιακές κατοικίες) ιδιαίτερος χώρος στο εσωτερικό δωματίου με υπερυψωμένο δάπεδο, ο οποίος προορίζεται για κατάκλιση.
[τουρκ. sofa (από τα αραβ.) -ς]
- σοφέρ ο [sofér] Ο (άκλ.) οικ. πληθ. και σοφέρηδες και σοφεραίοι, λαϊκ. και τα σοφέρια θηλ. σοφερίνα [soferína] Ο26 : (προφ.) οδηγός αυτοκινήτου, συνήθ. ο επαγγελματίας.
σοφεράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. chauffeur· σοφέρ -ίνα]
- σοφεράντζα η [soferándza] Ο25α : (προφ.) 1. ο επαγγελματίας οδηγός αυτοκινήτου, που, κατά τον ομιλητή, έχει μια κατώτερη κοινωνική θέση: Φώναζε κι έβριζε σαν ~. || (και με περιληπτική σημ.): Στο μαγαζί του σύχναζε η ~ της λαχαναγοράς. 2. έμπειρος και επιδέξιος οδηγός αυτοκινήτου (επαγγελματίας ή ερασιτέχνης): Σε λίγους μήνες είχε γίνει σωστή ~ λες και είχε χρόνια στο τιμόνι.
[σοφέρ -άντζα]
- σοφία η [sofía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του σοφού· γνώση, από μάθηση ή πείρα, πολλών πραγμάτων και σε βάθος: H ~ διαφέρει τόσο από την πολυμάθεια, που δεν εισδύει στην ουσία των πραγμάτων, όσο και από την εξειδικευμένη γνώση, που περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς. H ~ των γηρατειών. Πράξη σοφίας και σύνεσης. (έκφρ.) τα πάντα εν ~ εποίησε, για το Θεό, που τα δημιουργήματά του είναι τέλεια. ΦΡ νάματα* σοφίας. || λαϊκή ~, οι γνώσεις και οι απόψεις για τον ηθικό και πρακτικό βίο του ανθρώπου, τις οποίες έχει ένας λαός από μακρόχρονη πείρα και παράδο ση: Σε διάφορες παροιμίες αποτυπώνεται η λαϊκή ~. || H ~ του Θεού. 2. (προφ. και ειρ. στον πληθ.) για λόγο που αυτοεπιδεικνύεται ως σημαντικός, πρωτότυπος κτλ., ενώ είναι το αντίθετο: Άρχισε πάλι τις σοφίες του· (πρβ. εξυπνάδες, σοφιστίες).
[λόγ. < αρχ. σοφία (αρχική σημ.: `ικανότητα΄)]
- σοφίζομαι [sofízome] Ρ2.1β : επινοώ κτ. ευφυές, έξυπνο, πρωτότυπο, ή πονηρό· μηχανεύομαι, σκαρφίζομαι: Για να δικαιολογήσει την αποτυχία του σοφίστηκε ολόκληρο παραμύθι. Kαι τι δε σοφίστηκαν για να μας ξεγελάσουν.
[αρχ. σοφίζομαι]
- σοφιλιάζω [sofilázo] Ρ2.1α : (προφ., λαϊκότρ.) συναρμόζω.
[συ(ν)- φιλιάζω < φηλ(ί) -ιάζω, παρετυμ. ισο- (ορθογρ. απλοπ.)]
- σόφισμα το [sófizma] Ο49 : α. (και λογ.) συλλογισμός σκόπιμα εσφαλμένος αλλά φαινομενικά ορθός, για να προκαλέσει αμηχανία ή για να αποπλανήσει. β. γενικά κάθε λόγος που συνειδητά ή ασυνείδητα, οδηγεί σε αναληθή συμπεράσματα και εντυπώσεις· σοφιστεία: Mην προσπαθείς να ξεφύγεις με σοφίσματα.
[λόγ. < αρχ. σόφισμα (αρχική σημ.: `ικανότητα΄)]
- σοφιστεία η [sofistía] Ο25 : α. η ικανότητα κάποιου να φτιάχνει σοφίσματα. β. (συνήθ. πληθ.) κάθε λόγος που, συνειδητά ή ασυνείδητα, οδηγεί σε αναληθή συμπεράσματα και εντυπώσεις· σόφισμα: Άσε τις σοφιστείες και απάντησε σ΄ αυτό που ρωτώ. Tο βιβλίο, ανάμεσα στις κάθε λογής σοφιστείες, περιέχει και κάποιες εύστοχες παρατηρήσεις.
[λόγ. < ελνστ. σοφιστεία τίτλος συγγράμματος του Στωικού Ερμαγόρα]



