Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %σοβ%
46 items total [1 - 10]
ανισοβαρής -ής -ές [anisovarís] Ε10 & ανισόβαρος -η -ο [anisóvaros] Ε5 : ANT ισοβαρής. 1. που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους το ίδιο βάρος: ~ κατανομή ενός φορτίου. 2. (μτφ.) που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους την ίδια βαρύτητα, σημασία: ~ σύμβαση. ανισοβαρώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισοβαρής· λόγ. ανισοβαρ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. ανισοβαρ(ής) -ώς]

ανοσοβιολογία η [anosoviolojía] Ο25 : (ιατρ.) το σύνολο των φαινομένων που προκαλούνται σε έναν οργανισμό από την επίδραση των μικροβίων και οφείλονται στην αντίδραση του οργανισμού κατά του νοσογόνου παράγοντα.

[λόγ. άνοσ(ος) -ο- + βιολογία μτφρδ. αγγλ. immuno biology (biology = βιολογία)]

αποσόβηση η [aposóvisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσοβώ, αποτροπή κακού: Mέτρα για την ~ του κινδύνου να επεκταθεί ο πόλεμος.

[λόγ. < ελνστ. ἀποσόβη(σις) `κράτημα μακριά΄ -ση]

αποσοβώ [aposovó] -ούμαι Ρ10.9 : απομακρύνω, αποτρέπω κάποιο κακό που με απειλεί: Tην τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε η διάσπαση του κόμματος. Οι λαοί προσπαθούν να αποσοβήσουν τον κίνδυνο μιας πυρηνικής καταστροφής.

[λόγ. < αρχ. ἀποσοβῶ `κρατώ μακριά μου΄]

ασοβάτιστος -η -ο [asovátistos] & ασοβάντιστος -η -ο [asovádistos] Ε5 : που δεν τον έχουν σοβατίσει: Όλοι οι τοίχοι είναι σοβατισμένοι, μόνο ένας έμεινε ~.

[α- 1 σοβατισ- (σοβατίζω), σοβαντισ- (σοβαντίζω) -τος]

δασόβιος -α -ο [δasóvios] Ε6 : που ζει στα δάση.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -βιος]

δροσοβολώ [δrosovoló] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ., λογοτ.) σκορπάω δροσιά.

[ελνστ. δροσοβολῶ]

ισοβαθής -ής -ές [isovaθís] Ε10 : α. που έχει το ίδιο βάθος με άλλον. β. ισοβαθείς καμπύλες, καμπύλες θαλασσογραφικού χάρτη οι οποίες ενώνουν σημεία με το ίδιο βάθος.

[λόγ.: α: αρχ. ἰσοβαθής· β: γαλλ. iso bathe (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰσοβαθής]

ισοβάθμιος -α -ο [isováθmios] Ε6 : που έχει ίσο βαθμό· που βρίσκεται στην ίδια βαθμίδα μιας ιεραρχικής ή βαθμολογικής κλίμακας με κπ. άλλον· (πρβ. ισόβαθμος): Iσοβάθμιοι υπάλληλοι.

[λόγ. ισο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. du même grade]

ισόβαθμος -η -ο [isóvaθmos] Ε5 : που έχει τον ίδιο βαθμό με κπ. άλλον σε μια βαθμολογική κλίμακα: Tο ενδιαφέρον των φιλάθλων συγκεντρώνεται στην αναμέτρηση μεταξύ των δύο ισόβαθμων ομάδων.

[λόγ. ισο- + βαθ μ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. du même grade]

< Previous   [1] 2 3 4 5   Next >
Go to page:Go