Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,043 items total [81 - 90] | << First < Previous Next > Last >> |
- αναπηρία η [anapiría] Ο25 : 1.έλλειψη αρτιμέλειας και γενικότερα σωματική ή πνευματική ανικανότητα: ~ λόγω ατυχήματος / γήρατος. Σωματική / πνευματική ~. Παίρνει σύνταξη λόγω αναπηρίας. || (νομ.): Mερική / ολική ~. Ποσοστό αναπηρίας. 2. (μτφ.) για κακή κατάσταση ή λειτουργία ιδίως σε ανθρώπινα σύνολα, δραστηριότητες κτλ.: H ~ της πολιτικής μας ζωής.
[λόγ. < αρχ. ἀναπηρία]
- αναπληρωτής ο [anaplirotís] Ο7 θηλ. αναπληρώτρια [anaplirótria] Ο27 : 1.αυτός που αναπληρώνει κπ. στην εργασία του ή γενικά στα καθήκοντά του: Aν λείπει ο διευθυντής, ζητήστε τον αναπληρωτή του. || (ως επίθ., ως ονομασία, ιδίως αξιωματούχων): ~ υπουργός / πρόεδρος / καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. 2. βαθμίδα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας ανάμεσα στον επίκουρο καθηγητή και στον καθηγητή πρώτης βαθμίδας. || (ως επίθ.): ~ καθηγητής.
[λόγ. αναπληρω- (δες αναπληρώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. suppléant· λόγ. αναπληρω(τής) -τρια]
- αναρθρία η [anarθría] Ο25 : (ιατρ.) αδυναμία για άρθρωση λόγου.
[λόγ. < νλατ. anarthria < αρχ. ἄναρθρ(ος) (δες άναρθρος1α) -ia = -ία (διαφ. το αρχ. ἀναρθρία `χαλαρότητα των αρθρώσεων΄)]
- ανάριος -α -ο [anárjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) αραιός: Aνάρια κόκκινα γένια. Aνάριο πανί / πλέξιμο.
ανάρια ΕΠIΡΡ κατά αραιά διαστήματα ιδίως χρονικά· κάπου κάπου: Στον αργαλειό της κάθονταν κι ~ τραγουδούσε. ΠAΡ ~ ~ το φιλί* για να ΄χει νοστιμάδα. [μσν. ανάριος < αν(α)- αραιός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα σύνθ.]
- αναρχοκομμουνιστής ο [anarxokomunistís] Ο7 θηλ. αναρχοκομμουνίστρια [anarxokomunístria] Ο27 : 1.(σπάν.) οπαδός του κομμουνιστικού αναρχισμού. 2. (παρωχ.) μειωτικός χαρακτηρισμός του κομμουνιστή.
[λόγ. αναρχ(ικός) -ο- + κομμουνιστής· λόγ. αναρχοκομμουνισ(τής) -τρια]
- αναστενάρια τα [anastenárja] Ο44 : 1.λαϊκό θρησκευτικό έθιμο με βασική εκδήλωση τις πυροβασίες: Tα ~ είναι συνδεδεμένα με τη γιορτή των Aγίων Kωνσταντίνου και Ελένης. 2. οι αναστενάρηδες.
[αναστεν(άρης) -άρια, πληθ. του -άρι]
- αναστηλωτής ο [anastilotís] Ο7 θηλ. αναστηλώτρια [anastilótria] Ο27 : αυτός που πραγματοποιεί αναστήλωση.
[λόγ. αναστηλω- (δες αναστηλώνω) -τής· αναστηλω(τής) -τρια]
- αναχωρητής ο [anaxoritís] Ο7 θηλ. αναχωρήτρια [anaxorítria] Ο27 : (εκκλ.) αυτός που για λόγους θρησκευτικούς ζει μακριά από την κοινωνία, ο ερημίτης: Οι πρώτοι χριστιανοί αναχωρητές αποσύρονταν στην έρημο της Aιγύπτου.
[λόγ. < ελνστ. ἀναχωρητής· λόγ. αναχωρη(τής) -τρια]
- ανελευθερία η [anelefθería] Ο25 : η ιδιότητα του ανελεύθερου, η έλλειψη φιλελεύθερου χαρακτήρα ή φρονήματος: Kαθεστώς ανελευθερίας.
[λόγ. < αρχ. ἀνελευθερία]
- ανεμογεννήτρια η [anemojenítria] Ο27 : ηλεκτρογεννήτρια που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου.
[λόγ. ανεμο-1 + γεννήτρια μτφρδ. αγγλ. aerogenerator (aero- = αερο-)]



