Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 63 εγγραφές [61 - 63] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρητός -ή -ό [ritós] Ε1 : ANT άρρητος. 1. (για λόγο) που είναι διατυπωμένος με έναν τρόπο ευθύ, απόλυτα σαφή και κατηγορηματικό, που δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβητήσεις και ταλαντεύσεις: Mου έδωσε τη ρητή διαβεβαίωση ότι δεν έχει ανάμειξη στην υπόθεση. Έχει τη ρητή εντολή να μην ασχοληθεί άλλο με την υπόθεση. || (ως ουσ.) το ρητό*. 2. (μαθημ.) ρητοί αριθμοί, το σύνολο των ακέραιων και κλασματικών αριθμών.
ρητά & ρητώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Ο νόμος ορίζει ρητώς ότι δεν απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις τους. [λόγ.: 1: αρχ. ῥητός· 2: σημδ. γαλλ. rationnel· λόγ. < ελνστ. ῥητῶς]
- φορητός -ή -ό [foritós] Ε1 : που μπορεί κάποιος να τον μεταφέρει (κυρ. να τον σηκώσει και να τον μετακινήσει): Φορητή τηλεόραση / κάμερα. Φορητά όπλα / ραδιοκασετόφωνα. ~ ηλεκτρονικός υπολογιστής.
[λόγ. < ελνστ. φορητός, αρχ. σημ.: `που φέρεται από΄]
- χασμουρητό το [xazmuritó] Ο38 : χασμούρημα που επαναλαμβάνεται: M΄ έπιασε ένα ακατάσχετο ~ / ~ που δε σταματάει.
[χασμουρ(ιέμαι) -ητό]



