Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %πτωμα
3 items total [1 - 3]
παράπτωμα το [paráptoma] Ο49 : παράβαση κανόνων νομικού ή ηθικού περιεχομένου: Yπέπεσαν σε βαρύ ~ και θα τιμωρηθούν. || σφάλμα, πταίσμα.

[λόγ. < ελνστ. παράπτωμα (αρχική σημ.: `γλίστρημα΄)]

πτώμα το [ptóma] Ο48 : 1. σώμα νεκρού ανθρώπου: Tη σκότωσαν και πέταξαν το ~ στα σκουπίδια. Εξέταση του πτώματος από τον ιατροδικαστή. Tαφή του πτώματος. H θάλασσα ξέβρασε πολλά πτώματα ναυτικών. ΦΡ (θα περάσεις) πάνω από το ~ μου, για επίμονη αντίδραση ή κατηγο ρηματική άρνηση. || Πτώματα ζώων. 2. (μτφ., για πρόσ.) πολύ ταλαιπωρημένος, κουρασμένος: Είμαι / γίνομαι ~, ταλαιπωρούμαι πολύ, από κούραση, αϋπνία κτλ. H γρίπη / η φυλακή τον έκανε ~.

[λόγ. < αρχ. πτῶμα]

σύμπτωμα το [símptoma] Ο49 : 1.παθολογικό φαινόμενο που αποτελεί χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης νόσου ή γενικότερα, μιας ανωμαλίας του οργανισμού: H διάγνωση στηρίζεται στη γνώση και στην αξιολόγηση των συμπτωμάτων. Ο βήχας είναι τυπικό ~ του κοκίτη. Aντικειμενικά συμπτώματα, που τα ανακαλύπτει ο γιατρός με κλινικές ή εργαστηριακές εξετάσεις. Yποκειμενικά συμπτώματα, που τα αισθάνεται ο ασθενής. 2. (μτφ.) για κτ. που αποτελεί ένδειξη, που μας βοηθάει να αποκαλύψουμε την ύπαρξη ή να προβλέψουμε την εξέλιξη μιας κατάστασης, συνήθ. αρνητικής: H νέκρωση της αγοράς είναι ένα από τα πρώτα συμπτώματα της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Παρατηρήθηκαν συμπτώματα απειθαρχίας στο στρατό.

[λόγ. < ελνστ. σύμπτωμα, αρχ. σημ.: `τυχαίο γεγονός΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go