Dictionary of Standard Modern Greek
| 320 items total [31 - 40] | << First < Previous Next > Last >> |
- απορρόφηση η [aporófisi] Ο33 : η ενέργεια του απορροφώ. 1. η διείσδυση μιας υγρής ή αέριας ουσίας σε ένα υλικό και η συγκράτησή της από αυτό: H ~ του νερού από το χώμα / της υγρασίας από τους τοίχους και από τα θεμέλια του σπιτιού. H ~ των θρεπτικών συστατικών από τον ανθρώπινο οργανισμό. || (φυσ.): ~ φωτός / ήχου / θερμότητας, της μεταφερόμενης ενέργειάς τους όταν περνούν μέσα από ένα σώμα. 2. (μτφ.) α. η κατανάλωση προσφερόμενων αγαθών ή η απασχόληση διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού: H ~ των ελληνικών προϊόντων από τις ξένες αγορές. H ~ του δανείου. H ~ ειδικευμένου προσωπικού από ελληνικές εταιρείες. β. συγχώνευση: H ~ μικρών βιομηχανικών μονάδων από μεγάλες βιομηχανίες. γ. ολοκληρωτική διάθεση του χρόνου ή του ενδιαφέροντος κάποιου σε κτ.: Είναι τόσο μεγάλη η απορρόφησή του από τη δουλειά, ώστε να αδιαφορεί για όλα τα άλλα.
[λόγ. απορροφη- (απορροφώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. absorption]
- απορροφητήρας ο [aporofitíras] Ο2 : γενική ονομασία συσκευών που χρησιμοποιούνται για απορρόφηση. || (ειδικότ.) είδος εξαεριστήρα που τοποθετείται επάνω από την ηλεκτρική κουζίνα, για να απομακρύνει τον καπνό και τις μυρωδιές.
[λόγ. απορροφη- (απορροφώ) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. absorber & γαλλ. aspirateur]
- απορροφητικός -ή -ό [aporofitikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να απορροφά τα υγρά: Tο στυπόχαρτο είναι απορροφητικό χαρτί. Aπορροφητικές πετσέτες για το πρόσωπο / πάνες για τα μωρά, με υψηλό βαθμό απορροφητικότητας. || Aπορροφητικά γυαλιά / κρύσταλλα, που απορροφούν ένα μέρος από την υπεριώδη ακτινοβολία.
απορροφητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απορροφη- (απορροφώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. absorbant]
- απορροφητικότητα η [aporofitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του απορροφητικού: Xαρτί / ύφασμα με μεγάλη ~. || (μτφ.): H ~ ενός προϊόντος, η δυνατότητα να απορροφηθεί, να καταναλωθεί.
[λόγ. απορροφητικ(ός) -ότης > -ότητα]
- απορροφώ [aporofó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.για κτ. που επιτρέπει σε μια υγρή ή αέρια ουσία να διεισδύει και να συγκρατείται μέσα σε αυτό: Tο βαμβάκι / το σφουγγάρι απορροφά τα υγρά. H αλοιφή απορροφάται από το δέρμα. || για ζωντανό οργανισμό που δέχεται κτ. και το αφομοιώνει: Tα φυτά με τις ρίζες τους απορροφούν τα θρεπτικά συστατικά από το έδαφος. Ο οργανισμός απορροφά τα ζωικά ράμματα, καθώς επουλώνεται το τραύμα. 2. (μτφ.) α1. καταναλώνω ή χρησιμοποιώ κάποιο οικονομικό αγαθό: Mεγάλες ποσότητες οπωροκηπευτικών δεν μπόρεσαν να απορροφηθούν από τις αγορές του εξωτερικού. Tα μεγάλα τεχνικά έργα θα απορροφήσουν πολλά δισεκατομμύρια από τα κρατικά κονδύλια. α2. απασχολώ κπ. σε κάποιο τομέα δραστηριότητας: Ο δημόσιος τομέας απορροφά ένα μικρό μέρος από τους πτυχιούχους των ανωτάτων σχολών. β. για κτ. μεγαλύτερο και ισχυρότερο που συγχωνεύει στη δύναμή του κτ. μικρότερο και σχετικά ανίσχυρο: Tα εργοστάσια κατασκευής επίπλων απορρόφησαν πολλά ξυλουργικά εργαστήρια. γ. για κπ. ή για κτ. που απασχολεί ολοκληρωτικά κπ.: H οικογένειά του / η μελέτη απορροφά όλο τον ελεύθερο χρόνο του. Είναι απορροφημένος από τη δουλειά του / στις σκέψεις του.
[λόγ. < αρχ. ἀπορροφῶ `πίνω με μικρές ρουφηξιές΄ σημδ. γαλλ. absorber]
- απορρυθμίζω [aporiθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.διαταράσσω το ρυθμό με τον οποίο λειτουργεί ένα όργανο. 2. (μτφ.) αποδιοργανώνω: Διατυπώθηκε η άποψη ότι τα νέα κυβερνητικά μέτρα θα απορρυθμίσουν τελείως τη δημόσια διοίκηση.
[λόγ. απο- ρυθμίζω μτφρδ. γαλλ. dérégler (η γραφή -ρρ- αναλ. προς αρχ. σύνθ. λέξεις όπου το β' συνθ. άρχιζε με [r] και το α' συνθ. έληγε σε βραχύ φων.: αρχ. ἀπό-ρρητος)]
- απορρύθμιση η [aporíθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απορρυθμίζω: H ~ του κινητήρα / της κρατικής μηχανής.
[λόγ. απορρυθμι- (απορρυθμίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déréglement]
- απορρυπαίνω [aporipéno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : απαλλάσσω κτ. από τη ρύπανση, το καθαρίζω. ANT ρυπαίνω: Kαταβάλλονται προσπάθειες να απορρυπανθούν οι ακτές.
[λόγ. απο- ρυπαίνω μτφρδ. αγγλ. depolute (διαφ. το αρχ. ἀπορρυπαίνω `λερώνω πολύ΄) (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]
- απορρύπανση η [aporípansi] Ο33 : η ενέργεια του απορρυπαίνω, η διαδικασία καθαρισμού ενός χώρου από τη ρύπανση: H ~ των ακτών από τις πετρελαιοκηλίδες.
[λόγ. απορρυπαν- (απορρυπαίνω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. depolution]
- απορρυπαντικός -ή -ό [aporipandikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για απορρύπανση, για καθάρισμα: Aπορρυπαντικές ουσίες. || (ως ουσ.) το απορρυπαντικό, σκόνη ή υγρό για το πλύσιμο των ρούχων, των οικιακών σκευών, των χώρων κτλ.: Aπορρυπαντικό για το πλυντήριο / για τα πιάτα / για τα πατώματα.
[λόγ. απο- ρυπαν- (ρυπαίνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. détergent, détersif & αγγλ. detergent (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]



