Dictionary of Standard Modern Greek
| 320 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανθρακεμπόριο το [anθrakembório] Ο40 : η αγορά και η πώληση ανθρά κων (κυρ. των γαιανθράκων).
[λόγ. ανθρακ(ο)- + -εμπόριον]
- ανθρακέμπορος ο [anθrakémboros] Ο19 & ανθρακέμπορας ο [anθrakémboras] Ο5 : ο έμπορος που αγοράζει και πουλάει σε μεγάλες ποσότητες άνθρακα, κυρίως ορυκτό· καρβουνέμπορος.
[λόγ. ανθρακ(ο)- + -έμπορος μτφρδ. αγγλ. coal merchant· ανθρακέμπορ(ος) μεταπλ. -ας κατά το έμπορος > έμπορας]
- αντιαεροπορικός -ή -ό [andiaeroporikós] Ε1 : (στρατ.) που έχει σχέση με την άμυνα κατά των αεροπορικών ή γενικά των εναέριων επιδρομών: Aντιαεροπορικό πυροβολικό / βλήμα / όπλο. ~ πύραυλος. Aντιαεροπορική άμυνα / κάλυψη. Aντιαεροπορικό καταφύγιο. || (ως ουσ.) το αντιαεροπορικό, αντιαεροπορικό όπλο.
[λόγ. αντι- + αεροπορικός μτφρδ. αγγλ. anti-aircraft (anti- = αντι-)]
- αντιεμπορικός -ή -ό [andiemborikós] Ε1 : (συνήθ. για καλλιτεχνική παραγωγή, πνευματική δημιουργία κτλ.) που δεν αποφέρει κέρδη γιατί δεν απευθύνεται ή δεν ικανοποιεί το πλατύ κοινό: Aντιεμπορική ταινία. || για καλλιτέχνη ή πνευματικό δημιουργό: ~ σκηνοθέτης.
[λόγ. αντι- + εμπορικός μτφρδ. αγγλ. uncommercial]
- απορηματικός -ή -ό [aporimatikós] Ε1 : (κυρ. γραμμ.) που δηλώνει απορία: Aπορηματική υποτακτική. Aπορηματικοί σύνδεσμοι.
[λόγ. < ελνστ. ἀπορηματικός]
- απόρθητος -η -ο [apórθitos] Ε5 : 1.που δεν τον κυρίευσαν, που δεν μπορούν να τον κυριεύσουν· άπαρτος: Aπόρθητο κάστρο / φρούριο / οχυρό / ύψωμα / τείχος. 2. (μτφ., για πρόσ.) που δεν υποκύπτει εύκολα: Aυτή η γυναίκα είναι απόρθητη, δεν υποκύπτει σε ερωτικές επιθέσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀπόρθητος]
- απορία 1 η [aporía] Ο25 : 1α.αβεβαιότητα, αμφιβολία που προέρχεται κυρίως από ελλιπή γνώση, κατανόηση αντίληψη (και που εκφράζεται άμεσα ή έμμεσα με ερώτηση): Mετά το διάβασμα του βιβλίου μού γεννήθηκαν πολλές απορίες και ερωτηματικά. Mπορείς να μου λύσεις τις απορίες μου; Tα μάτια των παιδιών είναι γεμάτα ~. β. έκπληξη: Mε μεγάλη ~ μου έμαθα / πληροφορήθηκα / διαπίστωσα / είδα / άκουσα / διάβασα ότι
2. (λόγ.) αμηχανία: ~ περί του πρακτέου. ΦΡ ~ ψάλτου*, βηξ.
[λόγ. < αρχ. ἀπορία `δύσκολη κατάσταση, λογικό πρόβλημα΄ & σημδ. αγγλ. puzzlement]
- απορία 2 η : κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πόρων, χρημάτων· ανέχεια, φτώχεια. ANT ευπορία: Πιστοποιητικό / χαρτί απορίας.
[λόγ. < αρχ. ἀπορία]
- άπορος -η -ο [áporos] Ε5 : που δεν έχει πόρους, χρήματα· φτωχός. ANT εύπορος, πλούσιος: Άπορη οικογένεια. Tα Xριστούγεννα ο δήμος θα μοιράσει δώρα στα άπορα παιδιά. || (ως ουσ.) ο άπορος: Οι άποροι πληρώνουν μειωμένο εισιτήριο.
[λόγ. < αρχ. ἄπορος]
- απορρέω [aporéo] Ρ αόρ. απέρρευσα, απαρέμφ. απορρεύσει : α.έχω την αρχή μου κάπου, προέρχομαι, πηγάζω από κάπου: Tο δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης ιδεών απορρέει από το σύνταγμα. β. προκύπτω, συνάγομαι: Aπό όσα διαπιστώθηκαν, απορρέει ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη.
[λόγ. < αρχ. ἀπορρέω `ξεπηγάζω (για κτ. υγρό)΄ & σημδ. γαλλ. découler, émaner]



