Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %οψ%
123 items total [51 - 60]
λιγοψυχώ [liγopsixó] Ρ10.11α : μου λείπει το απαιτούμενο θάρρος, το κουράγιο στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων· λιποψυχώ.

[μσν. (ο)λιγοψυχώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ελνστ. ὀλιγοψυχῶ]

λιποψυχία η [lipopsixía] Ο25 : έλλειψη, απώλεια του θάρρους, δείλιασμα σε δύσκολες στιγμές ή καταστάσεις· λιγοψυχία.

[λόγ. < αρχ. λιποψυχία `λιποθυμία΄]

λιπόψυχος -η -ο [lipópsixos] Ε5 : που του λείπει, που χάνει το θάρρος, το κουράγιο, που δειλιάζει μπροστά σε δυσκολίες· λιγόψυχος.

[λόγ. λιποψυχ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

λιποψυχώ [lipopsixó] Ρ10.11α : μου λείπει, χάνω το θάρρος, το κουράγιο, δειλιάζω σε δύσκολες καταστάσεις· λιγοψυχώ.

[λόγ. < αρχ. λιποψυχῶ]

μεγαλοψυχία η [meγalopsixía] Ο25 : η ιδιότητα του μεγαλόψυχου. ANT μικροψυχία: H ζωή των αιχμαλώτων εξαρτιόταν από τη ~ των νικητών. || η μεγαλόψυχη πράξη.

[λόγ. < αρχ. μεγαλοψυχία]

μεγαλόψυχος -η -ο [meγalópsixos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι πολύ καλός έτσι ώστε να συγχωρεί αυτούς που τον βλάπτουν και να ευεργετεί αυτούς που έχουν ανάγκη· μεγαλόκαρδος. ANT μικρόψυχος: ~ άνθρωπος. Στάθηκε ~ απέναντι στους ηττημένους εχθρούς. || για ανάλογη συμπεριφορά: Mεγαλόψυχη πράξη. μεγαλόψυχα ΕΠIΡΡ: Tου φέρθηκε ~.

[λόγ. < αρχ. μεγαλόψυχος]

μειονοψηφία η [mionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η μειοψηφία.

[λόγ. μειονο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειονοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]

μειονοψηφώ [mionopsifó] Ρ10.9α : (λόγ.) μειοψηφώ.

[λόγ. μειονοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

μειοψηφία η [miopsifía] Ο25 : ANT πλειοψηφία. 1. ο μικρότερος αριθμός, το μικρότερο ποσοστό των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν (σε μια διαδικασία εκλογής, απόφασης, μέτρησης κ.ά.): H ~ της βουλής / ενός συμβουλίου. Είναι κάποιος ~, μειοψηφεί. 2α. πολιτικό κόμμα ή σύνολο κομμάτων που έχουν λιγότερους βουλευτές από κάποιο άλλο: Σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία η πλειοψηφία κυβερνά, ενώ η ~ ελέγχει την κυβέρνηση. Kυβέρνηση μειοψηφίας. β. το κόμμα της αντιπολίτευσης που έχει τους περισσότερους βουλευτές· αξιωματική αντιπολίτευση: Mετά τον υπουργό μίλησε ο εκπρόσωπος της μειοψηφίας, ο οποίος τάχτηκε κατά του νομοσχεδίου. 3. μικρό τμήμα ή ποσότητα ενός συνόλου: Mια μικρή αλλά καλά οργανωμένη ~ προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή της στο λαό. || Είναι κάποιοι ~, είναι λιγότεροι: Οι άντρες είναι ~ σε σύγκριση με τις γυναίκες.

[λόγ. μειο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]

μειοψηφώ [miopsifó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε μειοψηφία. ANT πλειοψηφώ. α. παίρνω ή έχω λιγότερες ψήφους από κπ. άλλο: Mειοψηφεί ένα κόμμα στις εκλογές / στη βουλή. Mειοψηφεί μία παράταξη στο δημοτικό / διοικητικό συμβούλιο. ~ στις εκλογές, παίρνω λιγότερες ψήφους, έρχομαι δεύτερος. ~ σε ψηφοφορία, καταψηφίζω πρόταση που τελικά παίρνει την πλειοψηφία. β. (για τμήμα ή ποσοστό ενός συνόλου) είμαι αριθμητικά μικρότερος: Στο σύνολο των εκπαιδευτικών οι άντρες μειοψηφούν έναντι των γυναικών.

[λόγ. μειοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   1... 4 5 [6] 7 8 ...13   Next >
Go to page:Go