Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %οξ%
238 εγγραφές [21 - 30]
αποξενώνω [apoksenóno] -ομαι Ρ1 : 1.καθιστώ κπ. ξένο, τον απομακρύ νω από κπ. ή από κτ. οικείο: Οι πολλές του ασχολίες τον αποξένωσαν από τα παιδιά του. Σιγά σιγά αποξενώθηκε από την παρέα. 2. κάνω κπ. να χάσει την επαφή του, την τριβή του με κτ., να ξεμάθει: H απασχόλησή του με το εμπόριο τον αποξένωσε από την επιστημονική έρευνα. 3. αποστερώ κπ. από κτ.: Στον καπιταλισμό ο εργάτης αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του.

[λόγ. < ελνστ. ἀποξεν(ῶ) `διώχνω κπ. από την πατρίδα του΄ -ώνω (αρχ. ἀποξενοῦμαι `ζω μακριά από την πατρίδα, στερώ΄) σημδ. γαλλ. aliéner, s΄aliéner]

αποξένωση η [apoksénosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποξενώνω: H ~ του ανθρώπου από το φυσικό περιβάλλον είναι ένα από τα σύγχρονα προβλήματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀποξένω(σις) `διαμονή στο εξωτε ρικό΄ -ση σημδ. γαλλ. aliénation]

αποξεραίνω [apokseréno] -ομαι Ρ7.1 : ξεραίνω κτ. τελείως: Ο αέρας αποξέρανε τα λουλούδια.

[αρχ. ἀποξηραίνω με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξηρός > ξερός)]

απόξεση η [apóksesi] Ο33 : 1.η ενέργεια με την οποία αφαιρεί κάποιος κτ. από μια επιφάνεια με ξύσιμο. 2. (ιατρ.) χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται άρρωστα τμήματα της επιφάνειας διάφορων οργάνων του σώματος: ~ οστού / μήτρας. || (ειδικότ.) τεχνική έκτρωσης.

[λόγ.: 1: αποξέ(ω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ἀπόξεσις `γυάλισμα΄)· 2: σημδ. γαλλ. curetage]

αποξεχνώ [apoksexnó] -ιέμαι Ρ10.4 : 1.ξεχνώ, λησμονώ τελείως. 2. (παθ.) αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι εντελώς.

[μσν. αποξεχνώ < απο- ξεχνώ]

αποξέω [apokséo] Ρ αόρ. απέξεσα, απαρέμφ. αποξέσει : (λόγ.) 1. αφαιρώ κτ. από μια επιφάνεια με ξύσιμο. 2. (ιατρ.) κάνω απόξεση2.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποξέω `αφαιρώ με ξύσιμο΄ 2: κατά τη σημ. της λ. απόξεση2]

αποξηραίνω [apoksiréno] -ομαι Ρ7.2 μππ. αποξηραμένος : 1.ξεραίνω κτ. αφαιρώντας του το νερό: Aποξηραμένοι καρποί. 2. (ειδικότ.) αφαιρώ το νερό από λίμνες, ελώδεις περιοχές κτλ.· αποστραγγίζω: H λίμνη / το έλος αποξηράνθηκε για να δημιουργηθούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀποξηραίνω]

αποξήρανση η [apoksíransi ] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποξηραίνω. 1. η ξήρανση που γίνεται με την αφαίρεση του νερού από κτ. 2. (ειδικότ.) η αφαίρεση νερού από τις υγρές ή από τις ελώδεις περιοχές· αποστράγγιση: Πρόγραμμα αποξήρανσης των ελών της περιοχής.

[λόγ. αποξηραν- (αποξηραίνω) -σις > -ση]

αποξηραντήριο το [apoksirandírio] Ο40 : το όργανο και κυρίως ο τόπος στον οποίο γίνεται αποξήρανση1.

[λόγ. αποξηραν- (αποξηραίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. sécherie]

αποξηραντικός -ή -ό [apoksirandikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποξήρανση2: Tα αποξηραντικά έργα απέδωσαν στην καλλιέργεια χιλιάδες στρέμματα εύφορου εδάφους.

[λόγ. αποξηραν- (αποξηραίνω) -τικός]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...24   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες