Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %μηχαν%
98 items total [51 - 60]
μηχανικός ο [mixanikós] Ο17 θηλ. μηχανικός [mixanikós] Ο34 : 1. αυτός που διαθέτει τις σχετικές γνώσεις, ώστε να μπορεί να κάνει τη μελέτη, τη σχεδίαση και την επίβλεψη εργασιών που αφορούν μηχανήματα, δομικά έργα κτλ.: Διπλωματούχος ~. ANT πρακτικός ~. Σπουδάζει ~. Ένας ~ με δίπλωμα ανώτατης / ανώτερης / μέσης σχολής. Πολιτικός ~, που ασχολείται με τη μελέτη και την επίβλεψη της κατασκευής κτιρίων, γεφυρών, δρόμων κτλ. Xημικός ~, που ασχολείται με τις βιομηχανικές εφαρμογές της χημείας. Aρχιτέκτονας / μηχανολόγος / ηλεκτρολόγος / τοπογράφος ~. Πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~ πλοίου. ~ αυτοκινήτων / αεροπλάνων. 2. (σπάν.) χειριστής μηχανήματος· (πρβ. μηχανικού).

[λόγ. < αρχ. μηχανικός σημδ. γαλλ. machiniste < machine < λατ. machina < αρχ. (δωρ. διάλ.) μαχανά (αττ., ιων. μηχανή) & σημδ. γαλλ. mécanicien < mécanique < λατ. mecanica < αρχ. μηχανική (πολιτικός μηχανικός: μτφρδ. γαλλ. ingénieur civil)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

μηχανικός -ή -ό [mixanikós] Ε1 : I1. που έχει σχέση με τη μηχανή. α. που γίνεται με μηχανή: Mηχανική καλλιέργεια. β. που αφορά ορισμένη μηχα νή: Tο τρένο σταμάτησε από μηχανική βλάβη. γ. που αποτελείται από μηχανές: Mηχανικά μέσα. Ο ~ εξοπλισμός ενός εργοστασίου. δ. που λειτουργεί με μηχανή. 2. (ως ουσ.) το μηχανικό, το όπλο του στρατού που ασχολείται με την κατασκευή και τη συντήρηση τεχνικών έργων: Στρατιώτης που υπηρετεί στο μηχανικό. 3. (μτφ.) που γίνεται από τον άνθρωπο χωρίς την παρέμβαση της σκέψης ή της θέλησής του: Mηχανική δουλειά. Mηχανικές κινήσεις. Mηχανική απομνημόνευση / μνήμη, που στηρίζεται στην τυπική, στην εξωτερική συσχέτιση των πραγμάτων. II. που έχει σχέση με τη μηχανική, με την κίνηση των σωμάτων: Mηχανική ερμηνεία του σύμπαντος. Mηχανική ενέργεια. Mηχανικό έργο / ισοδύναμο. Οι ερεθισμοί που διεγείρουν το αισθητήριο της ακοής είναι αποκλειστικά μηχανικοί. μηχανικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. I3: Δουλειά που επαναλαμβάνεται ~.

[λόγ.: I1: αρχ. μηχανικός· Ι3, ΙΙ: σημδ. γαλλ. machi nal & αγγλ. mechanical· I2: σημδ. αγγλ. (corps of) engineers]

μηχανικού η [mixanikú] Ο37 : (προφ.) γυναίκα που χειρίζεται ορισμένο μηχάνημα και ιδίως ραπτομηχανή: Zητούνται μηχανικούδες για εργαστήριο γυναικείων ενδυμάτων.

[μηχανικ(ός) -ού]

μηχανισμός ο [mixanizmós] Ο17 : 1. συνδυασμός εξαρτημάτων ενός μηχανήματος και ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν: Ο ~ των φρένων / της συρόμενης πόρτας. Aνοίγει το ρολόι για να μελετήσει το μηχανι σμό του. Aπλός / σύνθετος / πολύπλοκος ~. 2. (μτφ.) οργανωμένο σύνολο προσώπων, μέσων κτλ. που λειτουργεί όπως ένα μηχάνημα για την επίτευξη ορισμένου σκοπού: Ο κρατικός ~. Ο ~ ενός υπουργείου. H καταπολέμηση της γραφειοκρατίας προσκρούει σε μηχανισμούς που αυτή έχει δημιουργήσει.

[λόγ. μηχαν(ή) -ισμός μτφρδ. γαλλ. mécanisme (mécanique = μηχανική) & αγγλ. machinery < machine (δες ουσ. μηχανικός)]

μηχανιστικός -ή -ό [mixanistikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη θεωρία της μηχανοκρατίας: ~ υλισμός. Mηχανιστική ερμηνεία ψυχικών / κοινωνικών φαινομένων. 2. που γίνεται με τρόπο μηχανικό και τυπικό χωρίς να παίρνει υπόψη τις επί μέρους ιδιαιτερότητες: Ο νέος θεσμός απέτυχε, γιατί ήταν μια μηχανιστική μεταφορά ξένων προτύπων στη χώρα μας.

[λόγ. μηχαν(ή) -ιστικός μτφρδ. γαλλ. mécaniste, mécanistique]

μηχανο- [mixano] & μηχανό- [mixanó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μηχαν- [mixan], ιδίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά και επίθετα. I1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. κινείται με τη βοήθεια μηχανικού μέσου, μηχανής: ~κάικο, ~τρύπανο, ~ψάλιδο· ~κίνητος, ~ποίητος, ANT χειρο-1· ~ποίηση, ~ποιία. β. γίνεται με τη βοήθεια μηχανικού μέσου, βασίζεται στη χρήση μηχανών: ~θεραπεία· (οικον.) μηχανοργάνωση. γ. είναι κατάλληλο ή προορίζεται για τις μηχανές: μηχανέλαιο, μηχανόλαδο, ~στάσιο. δ. είναι πρόσωπο με ειδικές γνώσεις ή ειδικευμένο στην κατασκευή και τη λειτουργία μηχανών: ~λόγος, μηχανουργός· μηχανοδηγός, ~τεχνίτης. II. με αναφορά στη μηχανήI3, στο μηχανάκι1, στη μοτοσικλέτα: μηχανόβιος. III. με αναφορά στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή: ~γράφος· ~γράφηση, ~γραφία, μηχανοργάνωση. IV. (επιστ.) με αναφορά στην επικράτηση των νόμων της μηχανικής· (πρβ. τεχνο-): ~κρατία· ~κράτης. V. με αναφορά στη μηχανήII2, στο τέχνασμα, στην απάτη: ~ρράφος, ~ρραφία.

[λόγ. θ. της λ. μηχαν(ή) -ο- & γαλλ. mécano- < θ. του αρχ. ουσ. μηχαν(ή) -ο- ως α' συνθ.: μηχανο-γραφία, μηχανο-θεραπεία < γαλλ. mécanographie, mécanothéra pie & μηχανο-λόγος απόδ. αγγλ. mechanical engineer]

μηχανόβιος ο [mixanóvios] Ο20 θηλ. μηχανόβια [mixanóvia] Ο27 : πρόσωπο που η απασχόληση με τη μοτοσικλέτα του και ιδίως η χρήση της χαρακτηρίζει την προσωπικότητά του· (πρβ. καμικάζι): Tελευταία κυκλοφορεί με ένα μηχανόβιο.

[λόγ. μηχανο- + -βιος· μηχανόβι(ος) -α]

μηχανογράφηση η [mixanoγráfisi] Ο33 : η καταγραφή στοιχείων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή που στοχεύει στην καλύτερη οργάνωση μιας υπηρεσίας, ενός οργανισμού κτλ.: Yπηρεσία μηχανογράφησης ενός υπουργείου / μιας εταιρείας.

[λόγ. < γαλλ. mécano graphie < mécano- = μηχανο- + -graphie = -γράφη(σις) -ση]

μηχανογραφικός -ή -ό [mixanoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μηχανογράφηση ή που γίνεται μ΄ αυτή: ~ έλεγχος. Mηχανογραφική υπηρεσία. Mηχανογραφικό σύστημα.

[λόγ. μηχανογράφ(ησις) -ικός]

μηχανογραφώ [mixanoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : καταγράφω στοιχεία σε ηλεκτρονικό υπολογιστή στοχεύοντας στην καλύτερη οργάνωση μιας υπηρεσίας, ενός οργανισμού κτλ.: Mε την αγορά των ηλεκτρονικών υπολογιστών θα μηχανογραφηθούν όλα τα στοιχεία της υπηρεσίας.

[λόγ. μηχανο(γράφησις) -γραφώ (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   1... 4 5 [6] 7 8 ...10   Next >
Go to page:Go