Dictionary of Standard Modern Greek
| 230 items total [171 - 180] | << First < Previous Next > Last >> |
- συμμετρικός -ή -ό [simetrikós] Ε1 : για κτ. που βρίσκεται σε συμμετρία με κτ. άλλο ή για κτ. που το χαρακτηρίζει η συμμετρία. ANT ασύμμετρος: Tα δύο τμήματα του κτιρίου είναι συμμετρικά. Tα δέντρα του κήπου έχουν συμμετρική διάταξη.
συμμετρικά ΕΠIΡΡ: Οι ακτίνες του κύκλου εκτείνονται ~ από το κέντρο προς την περιφέρεια. [λόγ. < γαλλ. symétrique < symétr(ie) = συμμετρ(ία) -ique = -ικός (πρβ. ελνστ. συμμετρι κός `μέτριου μεγέθους΄)]
- συμμετρικότητα η [simetrikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συμμετρικού: H ~ των μερών ενός όλου / των πτερύγων του κτιρίου.
[λόγ. συμμετρικ(ός) -ότης > -ότητα]
- σύμμετρος -η -ο [símetros] Ε5 : που γίνεται βάσει ενός μέτρου, έτσι ώστε να τηρείται μια αναλογία μεταξύ των μερών. ANT ασύμμετρος: Σύμμετρη κατανομή εισοδήματος / κερδών, αναλογική. || (μαθημ.) για μεγέθη που έχουν ένα κοινό μέτρο: Σύμμετροι αριθμοί, κλασματικοί αριθμοί που γράφονται με ακέραιους όρους.
σύμμετρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. σύμμετρος]
- σφυγμομανόμετρο το [sfiγmomanómetro] Ο42 : συσκευή εφοδιασμένη με μανόμετρο, για τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης.
[λόγ. < γαλλ. sphygmomanomètre < αρχ. σφυγμό(ς) + manomètre = μανόμετρο]
- σφυγμομέτρηση η [sfiγmométrisi] Ο33 : 1.(ιατρ.) μέτρηση της συχνότητας των καρδιακών σφυγμών. 2. (στατ.) δειγματοληπτική έρευνα σε μικρές ή σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού με προφορικές ή με γραπτές ερωτήσεις, που επαναλαμβάνεται σε περιοδικά διαστήματα, για να γίνουν γνωστές οι απόψεις τους σε συγκεκριμένα πολιτικά, κοινωνικά και λοιπά θέματα: Έρευνες βασισμένες σε σφυγμομετρήσεις δείχνουν άνοδο του (τάδε) κόμματος. || πρόχειρη, χωρίς επιστημονικές αξιώσεις διερεύνηση της γνώμης μιας μικρής ομάδας: Aπό μια ~ που έγινε στους δρόμους της πόλης μας προέκυψε ότι το συγκοινωνιακό είναι το πρώτο πρόβλημα.
[λόγ. σφυγμομετρη- (σφυγμομετρώ) -σις > -ση]
- σφυγμόμετρο το [sfiγmómetro] Ο40 : όργανο για τη μέτρηση της συχνότητας των σφυγμών.
[λόγ. < γαλλ. sphygmomètre < αρχ. σφυγμό(ς) + -mètre = -μετρον]
- σφυγμομετρώ [sfiγmometró] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(ιατρ.) μετρώ τη συχνότητα των καρδιακών σφυγμών. 2. (στατ.) κάνω σφυγμομέτρηση2, με κατάλληλες ερωτήσεις ερευνώ τις απόψεις της κοινής γνώμης.
[λόγ.: 1: σφυγμόμετρ(ον) -ώ· 2: σφυγμ(ός) -ο- + μετρώ μτφρδ. γαλλ. prendre, tâter le pouls]
- σωματομετρία η [somatometría] Ο25 : κλάδος της σωματολογίας που ασχολείται με τις διαστάσεις και με τις αναλογίες του ανθρώπινου σώμα τος· ανθρωπομετρία.
[λόγ. < διεθ. somato- = σωματο- + -metry = -μετρία]
- σωματομετρικός -ή -ό [somatometrikós] Ε1 : που αναφέρεται στη σωματομετρία: Σωματομετρικοί δείκτες.
σωματομετρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < διεθ. somatometr- = σωματομετρ(ία) -ic = -ικός]
- ταξίμετρο το [taksímetro] Ο41 : μετρητής σε ταξί, που καταγράφει τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν, την ταρίφα και το ποσό που πρέπει να πληρώ σει ο επιβάτης.
[λόγ. < γαλλ. taximètre < αρχ. τάξις (δες τάξηΙ) + -mètre = -μετρον]



