Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %μεμφ%
2 items total [1 - 2]
μέμφομαι [mémfome] Ρ αόρ. μέμφθηκα, απαρέμφ. μεμφθεί : διατυπώνω, κάνω μομφή για κπ. ή για κτ.: Mε μέμφεσαι όμως δεν έχεις ακούσει ακόμη τι θα σου πω!

[λόγ. < αρχ. μέμφομαι]

ορμέμφυτος -η -ο [ormémfitos] Ε5 : 1. (συνήθ. ως ουσ.) το ορμέμφυτο, το ένστικτο: Ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να επιβάλλει πειθαρχία στα ορμέμφυτά του. 2. που είναι ενστικτώδης: Ορμέμφυτες επιθυμίες. Ορμέμφυτες τάσεις του ανθρώπου.

[λόγ. ορμ(ή) + έμφυτος μτφρδ. γερμ. Naturtrieb, angeborener Trieb]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go