Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %μαθ%
70 items total [11 - 20]
αρμαθιά η [armaθxá] Ο24 : αριθμός, σύνολο όμοιων ή ομοειδών πραγμάτων μικρών διαστάσεων, που είναι περασμένα (στη σειρά) από νήμα, σύρμα κτλ.· αρμάθα: Mια ~ κλειδιά / σύκα.

[μσν. αρμαθιά < αρμαθ(ός) -ιά < αρχ. ὁρμαθός με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]

αρμαθιάζω [armaθxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω αρμαθιές: ~ τα σύκα / τα φύλλα του καπνού.

[μσν. αρμαθιάζω < αρμαθ(ιά) -ιάζω (πρβ. ελνστ. ή μσν. ὁρμαθίζω)]

αρμάθιασμα το [armáθxazma] Ο49 : η ενέργεια του αρμαθιάζω: Tο ~ των φύλλων του καπνού.

[αρμαθιασ- (αρμαθιάζω) -μα]

αρχαιομάθεια η [arxeomáθia] Ο27 : α.η γνώση της αρχαιότητας (ιδίως της ελληνικής και της ρωμαϊκής). β. η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

[λόγ. αρχαιομαθ(ής) -εια]

αρχαιομαθής -ής -ές [arxeomaθís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αρχαιομάθεια. α. που γνωρίζει καλά τα σχετικά με την αρχαιότητα (ιδίως την ελληνική και τη ρωμαϊκή). || (ως ουσ.) ο αρχαιομαθής. β. που γνωρίζει καλά την αρχαία ελληνική γλώσσα. || (ως ουσ.) ο αρχαιομαθής.

[λόγ. αρχαιο- + -μαθής]

γαλλομάθεια η [γalomáθia] Ο27 : καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας.

[λόγ. γαλλομαθ(ής) -εια]

γαλλομαθής -ής -ές [γalomaθís] Ε10 : που ξέρει γαλλικά, που είναι γνώστης της γαλλικής γλώσσας. || (ως ουσ.): Zητείται ~ για ιδιαίτερα μαθήματα.

[λόγ. γαλλο- + -μαθής]

γερμανομάθεια η [jermanomáθia] Ο27 : καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας.

[λόγ. γερμανομαθ(ής) -εια]

γερμανομαθής -ής -ές [jermanomaθís] Ε10 : που ξέρει γερμανικά, που είναι γνώστης της γερμανικής γλώσσας. || (ως ουσ.): Zητείται ~.

[λόγ. γερμανο- + -μαθής]

γλωσσομάθεια η [γlosomáθia] Ο27 : η ιδιότητα του γλωσσομαθούς.

[λόγ. γλωσσομαθ(ής) -εια]

< Previous   1 [2] 3 4 5 ...7   Next >
Go to page:Go