Dictionary of Standard Modern Greek
| 287 items total [271 - 280] | << First < Previous Next > Last >> |
- υπερπολυτελής -ής -ές [iperpolitelís] Ε10 : που είναι εξαιρετικά πολυτε λής: Δανειοδοτείται η ανέγερση υπερπολυτελών ξενοδοχείων. Πωλούνται διαμερίσματα υπερπολυτελούς κατασκευής.
[λόγ. υπερ- + πολυτελής]
- υποαπασχόληση η [ipoapasxólisi] Ο33 : (οικον.) περιορισμένη εκμετάλλευση των συντελεστών παραγωγής (κεφαλαίου, εξοπλισμού, εργασίας, εδάφους): ~ του κλάδου. ~ εργασίας, όταν υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ ενεργού πληθυσμού και ευκαιριών εργασίας. || H ~ πλήττει πολλούς νέους επιστήμονες, δεν απασχολούνται όλο τον παραγωγικό τους χρόνο.
[λόγ. υπο- απασχόλη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. underemployment]
- υποδηματοπώλης ο [ipoδimatopólis] Ο10 : έμπορος, καταστηματάρχης που πουλά παπούτσια και άλλα υποδήματα.
[λόγ. < αρχ. ὑποδηματοπώλης `πωλητής σανδαλιών΄]
- υποτελής -ής -ές [ipotelís] Ε10 : για χώρα ημιανεξάρτητη, που δεν έχει πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κάποια άλλη: Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν υποτελείς στην Οθωμανική Aυτοκρατορία. (Xώρα) φόρου* ~. || (για πρόσ.): Kόμητες / βαρόνοι υποτελείς στο βασιλιά.
[λόγ. < αρχ. ὑποτελής]
- φασουλής ο [fasulís] Ο8 : 1. όνομα κεντρικού προσώπου στο κουκλοθέατρο. || (επέκτ., παρωχ.) το κουκλοθέατρο. 2. (μτφ.) α. άτομο αστείο, που κάνει τους άλλους να γελούν· γελωτοποιός: Έκανε το φασουλή για να γελάει η παρέα. β. άτομο γελοίο, χωρίς σοβαρότητα και κύρος: Είναι ένας ~, που κανένας δεν τον παίρνει στα σοβαρά.
[φασούλ(ι) -ής]
- φιλήσυχος -η -ο [filísixos] Ε5 : που του αρέσει η ησυχία, που αποφεύγει τις εντάσεις και τις τριβές με το περιβάλλον του: Είναι φιλήσυχο ανθρωπάκι. || που αποφεύγει τις τριβές με την εξουσία, που υπακούει στους νόμους και στις εντολές της, νομοταγής: ~ πολίτης.
φιλήσυχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. φιλήσυχος]
- φλησκούνι το [fliskúni] Ο44 : ποώδες, αρωματικό φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες.
[μσν. φλησκούνιν, βλησκούνιον συγγ. του αρχ. βλήχων]
- φραουλής -ιά -ί [fraulís] Ε8 & φραουλί [fraulí] Ε (άκλ.) : που έχει το κόκκινο χρώμα της ώριμης φράουλας: Φραουλί κουβέρτα. || (ως ουσ.) το φραουλί, το φραουλί χρώμα· φρεζ.
[φράουλ(α) -ής· φράουλ(α) -ί 4]
- χαζοβιόλης ο [xazovjólis] Ο11 θηλ. χαζοβιόλα [xazovjóla] Ο25α : (μειωτ., οικ.) για άνθρωπο ανόητο, συνήθ. όμως καλοσυνάτο.
[χαζο- + βιολ(ί) -ης (σύγκρ. φρ.: `το ίδιο βιολί΄)· χαζοβιόλ(ης) -α]
- χαμάλης ο [xamális] Ο11 : 1.(οικ.) αχθοφόρος: Δουλεύει ~ στο λιμάνι. Γυρίζω από την αγορά φορτωμένη σαν ~. Bρίζει σαν ~. 2. (υβρ.) άνθρωπος χυδαίος, πρόστυχος.
[τουρκ. hamal (από τα αραβ.) -ης]



