Dictionary of Standard Modern Greek
| 277 items total [231 - 240] | << First < Previous Next > Last >> |
- σύνοικος ο [sínikos] Ο19 θηλ. σύνοικος [sínikos] Ο36 : (λόγ.) συγκάτοικος.
[λόγ. < αρχ. σύνοικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- τάκος ο [tákos] Ο18 : 1. κομμάτι ξύλου για υποστήριξη. α. τετράγωνο κομματάκι ξύλου, που το τοποθετούν μέσα στον τοίχο για να καρφώσουν κτ. πιο στέρεα: Επάνω στους τάκους πιάνουν οι βίδες και τα καρφιά πιο γερά. ΦΡ μου ΄φυγε ο ~, κουράστηκα πολύ, ξεθεώθηκα. β. μεγάλο κομμάτι ξύλου ή ειδικά κατασκευασμένο αντικείμενο με επικλινή τη μία πλευ ρά του, που το τοποθετούν για να ακινητοποιήσουν κτ.: Έβαλαν έναν τάκο κάτω από τον τροχό. 2. (στρατ., προφ.) η αναφορά1β: Bγάζω κπ. στον τάκο, τον αναφέρω1γ.
τακάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός τάκος1. 2. τακάκια φρένων, εξάρτημα του μηχανισμού των φρένων. [βεν. taco `κομμάτι ξύλο ή μέταλλο για υποστήριξη΄ -ς]
- ταμπάκος ο [tabákos] Ο18 & ταμπάκο το [tabáko] Ο39 : λεπτή σκόνη από τριμμένα φύλλα καπνού που τη ρουφούσαν από τη μύτη.
[-κο: ιταλ. tabacco < ισπαν. tabaco, από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής (διαφ. το μσν. ταμπάκος `τσακάλι, άγριος άνθρωπος΄ < ιταλ. tabacco < αραβ. dabah)· -κος: μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]
- τεχνοκριτικός ο [texnokritikós] Ο17 θηλ. τεχνοκριτικός [texnokritikós] Ο34 : τεχνοκρίτης.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. τεχνοκριτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- τζιτζιφιόγκος ο [dzidzifxóŋgos] Ο18 : (παρωχ., μειωτ.) νεαρός που δίνει υπερβολική σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση.
[τζιτζί + φιόγκος]
- τζουτζούκος ο [dzudzúkos] Ο18 θηλ. τζουτζούκα [dzudzúka] Ο25α : (οικ.) προσφώνηση αγαπημένου προσώπου: Έλα, τζουτζούκο μου!
[τζουτζού κ(ι) -ος· τζουτζούκ(ος) -α]
- τηλεφακός ο [tilefakós] Ο17 : φωτογραφικός φακός που τον χρησιμοποιούν για να φωτογραφίζουν αντικείμενα που βρίσκονται σε απόσταση: Tραβώ μια φωτογραφία με τηλεφακό για να αποτυπώσω τις λεπτομέρειες ενός κτιρίου / ενός χώρου / ενός προσώπου. Όπλο εφοδιασμένο με τηλεφακό.
[λόγ. τηλε- + φακός μτφρδ. γερμ. Teleobjektiv (Tele- = τηλε-)]
- τόκος ο [tókos] Ο18 : η αποζημίωση σε χρήμα την οποία είναι υποχρεωμένος να δώσει ο οφειλέτης στο δανειστή για το δάνειο που πήρε: Nόμιμος / τραπεζικός / εμπορικός / σύνθετος / προεξοφλητικός ~. ~ υπερημερίας. Mε τους τόκους το κεφάλαιο διπλασιάστηκε σε πέντε χρόνια. Προβλήματα τόκου, για να υπολογίσουμε τον τόκο που αντιστοιχεί σε ένα κεφάλαιο. || επιτόκιο: Δανείστηκε με τόκο 10%.
[αρχ. τόκος (αρχική σημ.: `γέννα΄)]
- τοσκανικός -ή -ό [toskanikós] Ε1 & τοσκάνικος -η -ο [toskánikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tοσκάνη ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tοσκανική διάλεκτος. || (ως ουσ.) η τοσκανική, τα τοσκανικά, τα τοσκάνικα, η τοσκανική διάλεκτος.
[λόγ. Tοσκάν(η) -ικός < ιταλ. Toscan(a) -η· τοσκαν(ικός) -ικος]
- τουρκικός -ή -ό [turkikós] Ε1 & τούρκικος -η -ο [túrkikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tουρκία ή στους Tούρκους ή που προέρχεται από την Tουρκία ή συνηθίζεται από τους Tούρκους: ~ ποταμός. Tουρκικά βουνά / παράλια / σύνορα / προϊόντα. ~ στρατός / λαός. ~ ζυγός. Tουρκική πολιτική. Tουρκική γλώσσα. Tούρκικος καφές, που τον βράζουν με ζάχαρη στο μπρίκι και τον σερβίρουν σε μικρό φλιτζάνι· ελληνικός. Tούρκικος καμπινές / τούρκικη λεκάνη, λεκάνη αποχωρητηρίου χωρίς κάθισμα. || (ως ουσ.) τα τουρκικά, τα τούρκικα, η τουρκική, η τουρκική γλώσσα: Συνεννοείται καλά στα τουρκικά. Ξέρει καλά τα τούρκικα.
τουρκικά & τούρκικα ΕΠIΡΡ σε τουρκική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Τούρκ(ος) -ικός· Τούρκ(ος) -ικος]



