Dictionary of Standard Modern Greek
| 277 items total [221 - 230] | << First < Previous Next > Last >> |
- σορόκος ο [sorókos] Ο18 : (ναυτ.) σιρόκος.
[< σιρόκος με υποχωρ. αφομ. [i-o > o-o] ]
- σπιτικός -ή / -ιά -ό [spitikós] Ε1, Ε2 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπίτι3· σπιτίσιος: Σπιτική ζωή. Σπιτικιά / σπιτική ατμόσφαιρα. Σπιτικές δουλειές. || (ως ουσ., προφ.) το σπιτικό, το σπίτι ως κτίσμα, ως χώρος κατοικίας ή ως οικογένεια: Είναι καιρός ν΄ ανοίξεις το δικό σου σπιτικό. 2. που παρασκευάζεται στο σπίτι: Σπιτικά γλυκά, σε αντιδιαστολή προς τα έτοιμα, τα αγορασμένα.
[μσν. σπιτικός < οσπιτικός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο < οσπίτ(ιν) (δες σπίτι) -ικός]
- σπλαχνικός 2 -ή -ό & σπλαγχνικός -ή -ό [splaŋxnikós] Ε1 : (ανατ.) που έχει σχέση, που αναφέρεται στα σπλάχνα: Σπλαχνικά νεύρα. Σπλαχνικές κοιλότητες.
[λόγ. < ελνστ. σπλαγχνικός και με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]
- σταφυλόκοκκος ο [stafilókokos] Ο20α : (ιατρ.) γένος παθογόνων βακτηρίων.
[λόγ. < γαλλ. staphylocoque < νλατ. staphylococcus < staphylo- = σταφυλο- 1 + αρχ. κόκκος]
- στιχοπλόκος ο [stixoplókos] Ο18 : μειωτικός χαρακτηρισμός ποιητή που το έργο του χαρακτηρίζεται από έλλειψη ταλέντου ή έμπνευσης.
[λόγ. < μσν. στιχοπλόκος < στίχ(ος) -ο- + -πλόκος (< ρ. πλέκω) κατά το δολοπλόκος]
- στόκος ο [stókos] Ο18 : α. εύπλαστη μάζα από μείγμα ασβεστολιθικής σκόνης και λινελαίου, που γίνεται σκληρή όταν μείνει στον αέρα και που τη χρησιμοποιούν για να κλείνουν μικρές ρωγμές ή για να καλύπτουν μικρές ανωμαλίες σε μια επιφάνεια. β. (προφ.) χαρακτηρισμός για άνθρω πο βλάκα.
[βεν. stuco -ς ( [u > o] κατά το στοκάρω)]
- στρεπτόκοκκος ο [streptókokos] Ο20α : (ιατρ.) γένος σφαιρικών βακτηρίων που προκαλούν μολυσματικές αρρώστιες σε ανθρώπους και ζώα.
[λόγ. < γαλλ. streptocoque < αρχ. στρεπτό(ς) + αρχ. κόκκος]
- συγκάτοικος ο [siŋgátikos] Ο20α θηλ. συγκάτοικος [siŋgátikos] Ο36 & (προφ.) συγκατοίκισσα [siŋgatí
isa] Ο27 : αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον ή άλλους στην ίδια κατοικία (σπίτι, διαμέρισμα, δωμάτιο): Mοιράζεται το νοίκι με το συγκάτοικό του. Zητείται κοπέλα ~ σε επιπλωμένο δυά ρι στο κέντρο της πόλης. Πήγε για καφέ με τις συγκατοίκισσές της. [λόγ. < ελνστ. συγκάτοικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· συγκάτοικ(ος) -ισσα]
- συμβεβηκός το [simvevikós] Ο γεν. συμβεβηκότος, πληθ. συμβεβηκότα : (φιλοσ.) το συμπτωματικό, αυτό που συμβαίνει κατά συγκυριακό ή τυχαίο τρόπο.
[λόγ. < αρχ. συμβεβηκός ουδ. μτχ. πρκ. του συμβαίνω]
- σύνδικος ο [sínδikos] Ο19 θηλ. σύνδικος [sínδikos] Ο36 : (νομ.) εκπρόσω πος μιας εταιρείας, ενός σωματείου κτλ. σε δικαστικές υποθέσεις. || ~ πτω χεύσεως, επίτροπος που διορίζει το δικαστήριο και στον οποίο αναθέτει τη διαχείρηση της περιουσίας ατόμου ή εταιρείας που πτώχευσε.
[λόγ. < αρχ. σύνδικος `συνήγορος΄ σημδ. γαλλ. syndic `υπεύθυνος σωματείου΄ < λατ. syndicus `συνήγορος΄ < αρχ. σύνδικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



