Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
277 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νηστικός -ή / -ιά -ό [nistikós] Ε1, Ε2 : α.που δεν έχει φάει. ANT φαγωμέ νος: Είναι ~ και πεινασμένος. Παρόλο που είμαι ~ απ΄ το πρωί, δεν πεινάω καθόλου. β. που δεν έχει φάει αρκετά: Σηκώθηκα ~ απ΄ το τραπέζι. || (ως ουσ.) ο νηστικός, αυτός που δεν έχει ικανοποιήσει τις βασικές υλικές ανάγκες του· πεινασμένος. ANT χορτάτος. ΠAΡ Nηστικό αρκούδι* δε χορεύει. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει* / ο πεινασμένος / ο ~ καρβέλια ονειρεύεται.
νηστικούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ: Είναι σαν ~, για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο. [ελνστ. ή μσν. νηστικός `για χρήση σε νηστεία΄ < αρχ. νῆστ(ις) `νηστικός΄ -ικός (διαφ. το αρχ. νηστικός `κλωστικός΄)· νηστικ(ός) -ούλης]
- νομικός ο [nomikós] Ο17 θηλ. νομικός [nomikós] Ο34 : αυτός που έχει σπουδάσει νομικά, π.χ. δικηγόρος, δικαστής κτλ.
[λόγ. < ελνστ. νομικός `δικηγόρος, συμβολαιογράφος΄ ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. νομικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- νομομηχανικός ο [nomomixanikós] Ο17 θηλ. νομομηχανικός [nomomi xanikós] Ο34 : διπλωματούχος μηχανικός ο οποίος υπηρετεί ως δημόσιος υπάλληλος σε μια νομαρχία και έχει την εποπτεία των τεχνικών έργων που γίνονται στο νομό.
[λόγ. νομο- 2 + μηχανικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- νοτιοαμερικανικός -ή -ό [notioamerikanikós] Ε1 & νοτιοαμερικάνικος -η -ο [notioamerikánikos] Ε5 : που αναφέρεται στη Nότιο Aμερική ή στους Nοτιοαμερικανούς, που προέρχεται από τη Nότιο Aμερική· (πρβ. λατινοαμερικάνικος): Nοτιοαμερικανική τέχνη.
[λόγ. νοτιο- + αμερικανικός μτφρδ. South American· νοτιοαμερικαν(ικός) -ικος]
- ντόκος ο [dókos] Ο18 : προβλήτα λιμανιού.
[ντοκ -ος]
- οβελίσκος ο [ovelískos] Ο18 : τετράπλευρη και συνήθ. μονολιθική κολόνα μεγάλου ύψους, που καταλήγει σε οξύ άκρο όπως οι πυραμίδες: Οι οβελίσκοι κατασκευάζονταν από τους αρχαίους Aιγυπτίους. Οβελίσκοι που κοσμούν σήμερα ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
[λόγ. < ελνστ. ὀβελίσκος, αρχ. σημ.: `μικρή σούβλα΄ (δες στο οβελίας)]
- όγκος ο [óŋgos] Ο18 : 1. το τμήμα του χώρου που κατέχει κάθε υλικό σώ μα: Nτουλάπα ελαφριά αλλά δυσκίνητη λόγω του μεγάλου όγκου της. α. (φυσ., μαθημ.) φυσικό μέγεθος που μετρά το χώρο που καταλαμβάνει κά θε υλικό σώμα: Bασική μονάδα για τη μέτρηση του όγκου είναι το κυβι κό μέτρο. Ο ~ του κύβου / του κυλίνδρου / της πυραμίδας. || Aτομικός / μοριακός ~. β. κάθε υλικό σώμα που έχει όγκο, ιδίως μεγάλο: Ο ~ ενός κτιρίου / βουνού. Ορεινός ~. || (γεωλ.) για ενιαία μάζα πετρωμάτων. 2. ποσότητα, ιδίως μεγάλη, από κτ.: Όγκοι χωμάτων / νερού. Διαδήλωση μικρή σε όγκο αλλά πρωτοφανής σε ενθουσιασμό. Ο πρωθυπουργός μίλησε σε μια πρωτοφανή σε όγκο συγκέντρωση. Λογοτεχνικό έργο μεγά λο τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα. || Ο (κύριος) ~, το μεγαλύτερο τμή μα. Ο ~ της παραγωγής / των εξαγωγών / των εισαγωγών μιας χώρας. 3. (ιατρ.) μάζα ιστών που δημιουργείται παθολογικά στο σώμα· (πρβ. νεόπλασμα): Kαλοήθης ~. Kακοήθης ~, καρκίνος. Εγχείρηση για αφαίρε ση όγκου.
ογκίδιο το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 3. [λόγ.: 1: αρχ. ὄγκος· 2: σημδ. γαλλ. masse· 3: σημδ. γαλλ. tumeur· λόγ. όγκ(ος) -ίδιον]
- οίκος ο [íkos] Ο18 : 1. (λόγ.) κατοικία, σπίτι. (έκφρ.) κατ΄ οίκον, στο σπίτι: Έρευνα / περιορισμός / μαθήματα κατ΄ οίκον. τα του οίκου του, οι ιδιωτικές υποθέσεις κάποιου: Aς τακτοποιήσει πρώτα τα του οίκου του. ~ απωλείας*. ΦΡ τα εν οίκω μη εν δήμω, να μην ανακοινώνεται κτ. που είναι γνωστό μόνο σε στενό, συνήθ. οικογενειακό, κύκλο. || (ως χαρακτηρισμός ή ονομασία): ~ του Θεού, ναός, εκκλησία. ~ ευγηρίας, για ιδιωτικό γηροκομείο. ~ ανοχής*. Λευκός Οίκος, η επίσημη κατοικία του προέδρου των Hνωμένων Πολιτειών, και με επέκταση, ο πρόεδρος και η κυβέρνηση της χώρας αυτής. 2. χαρακτηρισμός ή ονομασία για: α. γενιά ή οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής: Bασιλικός / αυτοκρατορικός ~. Ο ~ των Aψβούργων / των Γκριμάλντι. β. (ιστ.) το τμήμα της γης που ο φεουδάρχης εκμεταλλευόταν άμεσα. γ. ίδρυμα ιδίως κοινωφελούς χαρακτήρα: ~ του ναύτη. δ. οικονομική επιχείρηση: ~ μόδας. Εμπορικός / εκδοτικός ~. 3. (εκκλ.) η καθεμία από τις στροφές των κοντακίων εκτός από το προοίμιο.
(λόγ.) οικίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, μικρό σπίτι. [λόγ.: 1, 2: αρχ. οrκος `σπίτι, σπιτικό΄· 3: μσν. σημ.· λόγ. < αρχ. οἰκίσκος]
- ορείχαλκος ο [oríxalkos] Ο20α : γενική ονομασία για διάφορα κράματα χαλκού με ψευδάργυρο· (πρβ. μπρούντζος): Εργαλεία / σκεύη από ορείχαλκο. Εποχή του ορείχαλκου, ιστορική περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τον ορείχαλκο για κατασκευή εργαλείων.
[λόγ. < αρχ. ὀρείχαλκος]